Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/187

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Κακοσημαδιὰ185

φωνή του βραχνὴ καὶ βαρειὰ σὰν ρέκασμα κυμάτου καὶ ἡ καρδιά του ἀπονήρευτη. Ἀπὸ ναύτης ἦταν δουλευτὴς καὶ οἰκονόμος. Λίγο-λίγο ἀπόχτησε μερικὰ λεφτά, πῆρε μισακὸ ἕνα σαπιοκάϊκο καὶ δούλεψε σερμαγιὰ ἐδῶ τριγύρω. Ἔπειτα τὸ σαπιοκάϊκο ἔγινε ὅλο δικό του καὶ ἄνοιξε δουλειὲς ὣς τὴν Ἀττάλεια. Τέλος ἔχτισε τὴ γολέτα καὶ ἅπλωσε τὰ ταξίδια του πέρα στὸν Ποταμό.

Μὰ τόρα ἦταν ὅλος θυμό. Ὅταν κατεβαίναμε ἀπὸ τὴ Μαύρη θάλασσα, οἱ ναῦτες, ποῦ ἦταν συντοπῖτες του, φρόντιζαν κάθε ὥρα νὰ τοῦ θιμίζουν μὲ τρόπο τὴν πατρίδα καὶ τὰ σπίτια τους.

— Ἔ, καπετάνιε καὶ νὰ ἦταν κανένας σαββατογεννημένος ἐδῶ μέσα καὶ νὰ ἔπιανε ἕνας δυνατὸς γρεγολεβάντες στὰ Μπουγάζια καὶ νὰ βρίσκαμε τὸν Καβοντόρο χειμωνιάτικο καὶ νὰ διπλάρωνε ἡ γολέτα μας κάτω ἀπὸ τὸν Τσικνιᾶ! ἔλεγε ὁ ἕνας.

— Ἐκεῖ ποῦ θὰ εἰπῇς τὸν Τσικνιᾶ, δὲ λὲς καλητέρα τῆς Μύκονος τὸν Τοῦρλο; πρόσθετε ὁ ἄλλος, κοιτάζοντάς τον κατάματα.

Ἐκεῖνος γύριζε ἀλλοῦ, τάχα πῶς δὲν ἄκουε κι’ ἔπιανε κουβέντα μὲ τὸν Μπαρμπατρίμη τὸ ναύκληρο γιὰ τὸν καιρό. Καὶ ὅταν τὸν στενοχωροῦσαν μὲ τὰ λόγια τους καὶ μὲ τὶς ματιές τους, ποῦ ἦταν πιὸ παρακαλεστικὲς ἀπὸ τὰ λόγια τους, ἔσκαε τὴν κόκκινη σκούφια του χάμω καὶ μελανιάζοντας ἔλεγε:

— Ἀνάθεμα τὸν καπετάνιο ποῦ τσουρμάρει συντοπῖτες του! Νὰ μὲ ἰδῇς στὸ πίκι κρεμασμένο, Μπαρμπατρίμη, ἂν βάλω ἄλλη φορὰ στὴ γολέτα μου Μυκονιάτη!…