ΜΑΣ ἧβρε τὸ ἡλιοβασίλεμα ἀνάμεσα Σίφνου-Σέρφου, διόμισυ μίλια κάτω ἀπὸ τὴν κόκκινη Χερόνησο. Ὥς ἐκεῖ βόηθησε ὁ γρεγολεβάντες καὶ μὲ πρωτοδεύτερα πανιὰ κατεβήκαμε ἀπὸ τῆς Μύκονος τὸν Τοῦρλο γιὰ πέντε ὧρες. Ἦταν γρήγορη ἡ γολέτα τοῦ καπετὰν Κρεμύδα καὶ δὲν εἶχε δυσκολία σὲ καλὸν καιρὸ νὰ πάρῃ καὶ ὀχτὼ καὶ δέκα μίλια τὴν ὥρα. Ὅμως ἀποδῶ κι’ ἐμπρὸς δὲν ἔπαιρνε οὐδὲ τρία στὴ βόλτα. Γιατὶ ἄξαφνα χύθηκε ἀπὸ τὸ βουνὸ τῆς Μήλου, σὰν νὰ διάβαινε ἀπὸ ἀπέραντο καλαμιῶνα τὸ πουνεντογάρμπι, κεφάλωσε τὸ Γρέγο καὶ μᾶς ξώρισε κάτω ἀπὸ τὴν Κίμωλο. Ὁ καπετὰν Κρεμύδας πρόσταξε νὰ κατεβάσουμε τὰ πανιὰ. Μὰ ὥστε νὰ τὸ εἰπῇ ξεθύμανε ὁ καιρὸς καὶ σὲ λίγο ἔπηξε ἡ θάλασσα κι’ ἔγινε λιμνοστάσι.
— Ὅρσε, διάολε! εἶπε φαρμακωμένος· μιὰ φέρνει νὰ μᾶς πνίξῃ, μιὰ μαγκάρει… Ταρσανᾶ θὰ κάνουμε!…
— Ὁ καπετὰν Κρεμύδας ἦταν πενηντάρης, κοντόχοντρος, μὲ κεφάλι ὁλοστρόγγυλο, μὲ πρόσωπο κρεμεζοβαμμένο καὶ μαλλιὰ κάτασπρα· τὰ μάτια του ἦταν μικρά, τὰ φρύδια καὶ τὰ μουστάκια του βλάγκα· ἡ