Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/185

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Γέρακας183

ζερβόδεξα ἀνοίγει ἐμπρὸς στὸ θαλασσόδαρτο ξύλο. Ὁ ἥλιος βασιλεύοντας κατάρραχα πορφυροβάφει στρωτὸ γυαλὶ τὰ νερὰ καὶ καθρεφτίζει παράμορφα τὰ κουρέλια τῶν πανιῶν, τῶν ἀρμένων τὰ ξεσκλήδια, δίνει χαρὰ σὲ ψυχωμένα κι’ ἄψυχα. Ὁ Ρουφογάλης χαιρετᾶ μὲ τρανταχτὰ γαυγίσματα τὸ περιγιάλι. Τὸ ναυτόπουλο τραγουδᾷ σκαρφαλώνοντος στὸ κατάρτι. Καὶ πίσω ἀπὸ τὸ κάσαρο ταπεινὸς καὶ περίλυπος ὁ καπετὰν Βαλμᾶς, κρύβει τὸ πρόσωπό του ἀπάνω στὸ πανιασμένο στῆθος τοῦ μοναχογιοῦ.

Ἔτσι ἔμαθαν οἱ ναυτικοὶ τὸ λιμάνι τοῦ Γέρακα.