Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/184

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
182Λόγια τῆς πλώρης

— Τί πόρτο, ἄτιμε! τί λιμάνι μοῦ λές; Νομίζεις πῶς θὰ μὲ γελάσῃς;

— Ὄχι, σοῦ λέω, πατέρα· εἶνε πόρτο μπροστά μας.

Ὁ Βαλμᾶς δὲν ἤθελε νὰ πιστέψῃ καθόλου. Ἀπελπισμένος ὅμως ἔδραμε στὸ διάκι, ἔβαλε ὅλη του τὴ δύναμη. Μὰ τίποτα δὲν ξεχωρίζει πουθενά. Ἡ στεριὰ ψηλώνει ἀκόμη πέτρα μονοκόματη, ἄγρια σὰν ὀστρακοντυμένος κολοσσός. Οὔτε σχισμάδα δείχνει, οὔτε λάκκωμα στὶς πλαγιές. Καὶ τὸ νερὸ ἀκούραστο ἀφροκοπανίζει τὰ πόδια της, πλένει τα καὶ λευκαίνει, δοῦλος ταπεινὸς καὶ μαζὶ ἐχθρός της θανάσιμος. Καὶ τὸ «Μπιούτη» ἀκράτητο φεύγει, σὰν νὰ τὸ κράζῃ ποθητὸ φάντασμα. Δυὸ τρεῖς ὀργιὲς ἀκόμη καὶ θὰ κουντρήσῃ στὸ μάρμαρο.

Τὸν καπετὰν Βαλμᾶ φριχτὴ τὸν δέρνει ὑποψία. Τὸ παιδί του θέλει νὰ παίξῃ μὲ τὴ στερνή του ὥρα! Τραγικὸ βλέπει ἐμπρός του ὅραμα: ξύλα–μαδέρια τὸ τρεχαντῆρι στὸ βράχο καὶ τ’ ὄνομά του ἀνάμπαιγμα στὰ χείλη τῶν θαλασσινῶν. Δὲν κρατήθηκε περισσότερο. Ἔσυρε ἀπὸ τὴ ζώνη τὸ στυλέτο καὶ χύθηκε ἀπάνω στὴν ἀγάπη του, τὴν ὥρα ποῦ τὸ τσιμποῦκι ὁργιὰ ἤθελε νὰ χωθῇ στὴν πέτρα. Ἅρπαξε τὸ Γιώργη ἀπὸ τὰ μαλλιά, πίσω γύρισε τὸ κεφάλι του καὶ τὸ στυλέτο ἄστραψε στὸ φῶς τῆς ἡμέρας. Μὰ τὴν ἴδια στιγμὴ κῦμα θεόρατο καβάλληκε τὴν πρύμη, χώρισε τὸ σφάχτη ἀπὸ τὸ σφαχτάρι του. Τὸ τρεχαντῆρι μ’ ἕνα τρέμουλο, σὰν νὰ ἦταν τὸ ἴδιο τὸ σφαχτάρι στάθηκε ἀκίνητο. Οὔτε κῦμα τὸ δρένει, οὔτε ἄνεμος πιά. Λιμανάκι ὁλοστρόγγυλο μὲ καταπράσινες πλαγιές, μὲ σπιτάκια πασίχαρα, μὲ κάστρου χαλάσματα