νὰ ἦταν κάπου θὰ βρόνταε. Τέλος γυρεύοντας ἐδῶ καὶ κεῖ, πὲς ὁ ἕνας τὸ κοντὸ του κι’ ὁ ἄλλος τὸ μακρύ του, ἔπλεξαν τὴν ἱστορία του. Ναί· ὁ καπετὰν Βαλμᾶς λέει πῶς πῆγε στὴν Ἄσπρη θάλασσα· μὰ δὲ στάθηκε στὴν Ἄσπρη θάλασσα. Πῆγε στὴν Ἀμέρικα. Ἐκεῖ παντρεύτηκε μὲ μιὰν Ἀμερικάνα ἰδιότροπη, ποῦ τοῦ γέννησε τὸ παιδί. Ἔπειτα ἡ Ἀμερικάνα πέθανε ἢ τοῦ ἔφυγε ἢ καὶ τὴ σκότωσε—εἶχε δὰ καὶ στὸ βλέμμα κατιτί ἄγριο σὰν τοῦ φονιά.—Λοιπὸν τὴ σκότωσε. Ἀγόρασε τὸ ξύλο. Μπᾶ! αὐτὸς ν’ ἀγοράσῃ; αὐτὸς νὰ δουλέψῃ; Νά, σὲ κάποιο κόρφο τὸ βρῆκε ἀραγμένο, πήδησε μέσα τὴ νύχτα, σκότωσε τὸν καραβοκύρη μὲ τὸν λάζο του—εἶχε δὰ κι’ ἕνα φοβερὸ λάζο!—ἔβαλε μέσα τὸ παιδί του καὶ γύρισε στὸ νησί. Τ’ ὄνομα τοῦ τρεχαντηριοῦ δὲν ἦταν ἄλλο παρὰ τ’ ὄνομα ποῦ εἶχε ἡ Ἀμερικάνα. Παράξενη γυναίκα παράξενο καὶ τ’ ὄνομά της. Ἔτσι τὰ κομπόδεσαν καὶ ἡσύχασαν ὅλοι τους.
Ὁ καπετὰν Βαλμᾶς ἔφερε καὶ μετρητὰ στὴν πατρίδα. Ἧβρε τὸ πατρικό του χάλασμα τὸν κῆπο χέρσο· τὴν οἰκογένειά του ξεκληρισμένη. Μονάχα τὸ σπίτι διόρθωσε γιὰ νὰ ξεχειμάζῃ. Οὔτε κῆπο φρόντισε οὔτε ἄλλο τίποτα. Ρίχτηκε στὴ δουλειά. Ταξίδευε σερμαγιά· καπετάνιος καὶ φορτωτὴς μαζί. Ἀπὸ τὸ νησὶ στὸν Πειραιᾶ, ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ στὰ Δαρδανέλλια· ἀπὸ τὰ Δαρδανέλλια στὰ Ροδονήσια· καὶ πάλε πίσω στὸν Πειραιᾶ· πίσω πάλε στὸ νησί του. Καὶ δὲν εἶχε ἄλλο μέσα στὸ τρεχαντῆρι. Αὐτὸς καὶ ὁ γιός του καὶ ὁ Ρουφογάλης, ἕνας σκύλος μαλλιαρός, ἀγριομούτσουνος καὶ φωνακλᾶς. Εἶχε καὶ τὸΣελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/180
Εμφάνιση