Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/181

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Γέρακας179

ναυτόπουλο γιὰ νὰ τοὺς κάνει τὶς δουλειές. Τίποτ’ ἄλλο.

Μὰ οὔτε κι’ ἀγάπη εἶχε ἄλλη ὁ Βαλμᾶς ἀπὸ τὶς δυό, τὶς πρῶτες του: τὸ τρεχαντῆρι καὶ τὸ παιδί του. Ἕνα σχοινάκι νὰ κοβότανε ἀπὸ τὸ ξύλο ἦταν καλὸς νὰ χαλάσῃ κόσμο. Κεφάλι νὰ ἔλεγε τὸ παιδὶ πῶς τοῦ πονεῖ, ἔκλαιγε σὰν γυναῖκα. Τὸ τρεχαντῆρι σὲ κάθε λιμάνι τὸ ἔβαφε, τὸ στόλιζε, τὸ γλυκοκοίταζε σὰν καλὸς καβαλλάρης τὸ ἄλογό του· πολλὲς φορὲς ἄνοιγε κουβέντα μαζί του. Τὸ παιδὶ κάθε βράδυ στὰ γόνατα τὸ ἔπαιρνε, τὸ κύλαε, τὸ ψηλαφοῦσε στὰ ξανθόσγουρα μαλλιά, τὸ φιλοῦσε παθητικὰ σὰν ἐρωμένη.

— Παιδί μου—Μπιούτη μου! τρυφεροψιθύριζε.

Τόσο τὰ εἶχε σφιχτὰ στὴν ἀγάπη του, ποῦ δὲν ἤξερε καλὰ–καλὰ ποιὸ ἦταν τὸ παιδὶ καὶ ποιὸ τὸ ξύλο του.

Τόρα ὅμως ξένιαστος ροχάλιζε στὸ κρεβάτι του ὁ καπετὰν Βαλμᾶς. Εἶχε μαζὶ καὶ τὰ δυό. Τὸ παιδὶ καθότανε στοιχειὸ στὸ τιμόνι· τὸ τρεχαντῆρι ἔφευγε στὰ κύματα. Δὲν τὸν τρομάζει τὸ βοριᾶ, δὲν τὸ ψηφᾷ τὸ κῦμα. Ἀλλὰ καὶ κεῖνα δὲν τὸ ψηφοῦν τὸ καρυδόφλουδο. Καντάρια πέφτει ὁ ἄνεμος ἀπὸ ψηλά, μεστώνει τὰ πανιά, σχοινιὰ λυγίζει, τὰ κατάρτια σκουντᾷ· τρώγει τοὺς μακαράδες καὶ τὰ σίδερα στὸ πεταχτὸ διάβα του. Φύλλο περνᾷ, φύλλο πλακώνει, ἄλλο φύλλο ἀρματώνεται στὸ ἄπειρο. Καὶ κάτω τὸ νερὸ δέρνεται καὶ φουσκώνει, ἀφρίζει καὶ μανίζει ἐχθρὸς τοῦ ἑαυτοῦ του. Ὁ ναύτης μάταια προσπαθεῖ νὰ κρατήσῃ γραμμὴ στὴ σκάφη του. Ξεσχίζονται τ’ ἀπάνω πανιὰ καὶ φεύγουν ἀνεμοπαρ-