Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/179

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Γέρακας177

— Ἔ, μωρὲ παιδί· πιάσε καλὰ τὸ τιμόνι καὶ κυβέρνα το ἄφοβα· λέει ὁ καπετάνιος στὸ ναύτη του. Ἐγὼ νυστάζω καὶ πάω νὰ κοιμηθῶ. Στὸ λιμάνι σὰν φτάσῃς μὲ ξυπνᾷς.

— Καλά, πατέρα· πήγαινε κι’ ἔνια σου.

Μικρὸς βγῆκε ὁ Βαλμᾶς ἀπ’ τὸ νησὶ καὶ γύρισε πενηντάρης, μὲ ἄσπρα μαλλιὰ στὸ κεφάλι, μὲ τὸ Γιώργη δεκοχτὼ χρονῶν καὶ μὲ τὸ ξύλο φρεσκοχτισμένο καὶ πισσαλειμένο, λυγερὸ καὶ καλοθάλασσο. Μὰ τί ἔγινε τόσον καιρὸ; Ποῦ πῆγε, ποῦ στάθηκε, πῶς βρῆκε τὸ παιδί, πῶς ἀπόχτησε τὸ τρεχαντῆρι; κανεὶς δὲν ἔμαθε ποτέ.—Τὸ παιδί μου! ἔλεγε· τὸ τρεχαντῆρι μου· τίποτ’ ἄλλο. Καὶ ἂν θάρρευε κανένας γέροντας, κάποια γριὰ καὶ τὸν ρωτοῦσε καταποῦ πέρασε τὴ ζωή του, σούφρωνε τὰ φρύδια, τὸ χέρι ἅπλωνε κι’ ἔλεγε ἀόριστα καὶ μυστικά:

— Πέρα κάτω· στὴν Ἄσπρη θάλασσα.

Μὰ ἡ Ἄσπρη θάλασσα εἶνε μεγάλη. Ἀρχίζει ἀπὸ τὸ Γιβραλτάρι καὶ φτάνει στὴ Συρία. Σὲ ποιὸ μέρος τῆς Ἄσπρης ἦταν ὁ Βαλμᾶς; Ἄρχισαν οἱ νησιῶτες ἄντρες καὶ γυναῖκες, νὰ δαιμονίζονται. Μὲ τὴ φαντασία ψαχούλεψαν κάθε νησί της, κάθε χωριό, κάθε μαχαλᾶ· ἔπιαναν κάθε ξενοπάτη καὶ τὸν ξετάζανε:—Μπρὲ καλέ μου, μπρὲ ἄρχοντα! Ἕνας ψηλός, ἕνας λυγνός, ἕνας ἀρχάγγελος ὁ καπετὰν Βαλμᾶς, μή στάθηκε στὸ νησί σας; μὴν παντρεύτηκε; μὴν ἔκαμε παιδί, ποῦ τὸ λένε Γιώργη; μὴν ἀπόχτησε ἕνα τρεχαντῆρι, τὸ «Μπιούτη;»—Ὄχι· ὄχι· δὲν τὸν εἴδαμε, δὲν τὸν ἀκούσαμε· ὄχι!

Οἱ νησιῶτες ἄφρισαν: Μωρὲ διάβολε! Καὶ βελόνι