Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/178

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
ΓΕΡΑΚΑΣ


ΧΥΘΗΚΕ τρελλοβοριᾶς στὸ πέλαγο, σήκωσε μεσουρανὶς τὸ κῦμα. Ἀφροὶ κατάσπροι ἁπλώνονται ὁλοῦθε· βουνὰ ψηλώνουν καὶ ἀνοίγουν ἄβυσσοι. Ἀθέμελο τὸ νερό, ἄβουλο, στοῦ ἀνέμου τὸ θέλημα παραδομένο κλωθογυρίζει μέσα στὰ νησιά, δέρνεται καὶ στενάζει ἀπάνω στὰ χάλαρα, φεύγει στὴ νοτιὰ μὲ γοργὰ πηδήματα. Οἱ στεριὲς γύρω, οἱ κάβοι, οἱ κόρφοι στέκουν ἀφροζωσμένοι καὶ ἀχνωμέτωποι. Ψηλὰ δὲν ἔχει σύγνεφα ὁ οὐρανός· τὰ σάρωσε ὁ ἄνεμος. Κάτω δὲν ἔχει πλεούμενα ἡ θάλασσα· τὰ ἔκλεισε ὁ φόβος στὰ λιμάνια. Ὁ ἥλιος μονάχος γοργογυρίζει ψηλὰ καὶ κάτω ἀρμενίζει τὸ τρεχαντῆρι τοῦ Βαλμᾶ, τῆς λύσσας καὶ τῆς φρίκης μοναχικὸ ἀνάπαιγμα. Δὲν τὸν τρομάζει τὸ βοριᾶ, δὲν τὸ ψηφᾷ τὸ κῦμα. Ἔχει πισσαλειμμένο τὸ σκαφίδι του· ἔχει σκαρμοὺς ἀπὸ πρινάρι, κατάρτια ἐλάτινα· πανιὰ καὶ ἄρμενα γερά. Κι’ ἔχει γιὰ καπετάνιο δράκο τῆς θάλασσας· ἔχει γιὰ ναύτῃ τοῦ δράκου τὸν ὑγιό· ἔχει ναυτόπουλο ἕνα κλαψιάρικο παιδί. Θυμώνει-ξεθυμώνει ὁ ναύτης· βλαστημᾷ καὶ μάχεται ὁ καπετάνιος. Καὶ τὸ ξύλο λεβέντικα φεύγει καὶ χάνεται ἀπάνω στὸ νερό, ποῦ σηκώνεται πύργος νὰ τοῦ φράξῃ τὸ δρόμο, ποῦ ἁπλώνει πλοκάμια νὰ τὸ σύρῃ στοὺς βυθούς.