Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/177

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Πειράγματα175

— Γιὰ βὰς λιουμπλιοῦ!… γιὰ βὰς λιουμπλιοῦ!…

— Ναί, σ’ ἀγαπῶ! καὶ γὼ σ’ ἀγαπῶ!… τοὺς φώναζε ξετρελαμένος ὁ Ἀνέστης.

Ἄξαφν’ ἀκούω πίσω μου βροντή. Εἶπα πῶς κόπηκε ἡ ἄγκυρα, πῶς ἔσπασε κανένα κατάρτι. Γυρίζω τρομαγμένος· ὤχ, ἀλλίμονο! Ὁ ἄθεος Κεφαλλωνίτης ἔκαμε τὸ λόγο του. Καθὼς ἔσκυφτε στὴν κουπαστὴ ὁ Ἀνέστης, μιὰ τοῦ ἔδωκε μὲ τὸν μπαλντᾶ καὶ χώρισε τὸ κεφάλι ἀπὸ τὸ κορμί. Τόση δύναμη ἔβαλε, ποῦ ἔμεινε καρφωμένος πιθαμὴ ὁ μπαλντᾶς στὴ σανίδα. Δὲν πρόφτασα νὰ κινηθῶ ἀπὸ τὴ θέση μου, νὰ καλοϊδῶ τὸ ἀκέφαλο κορμὶ ποῦ σπάραζε στὸ αἷμά του καὶ βλέπω τὸ φονιὰ νὰ πηδάῃ στὸ τσιμποῦκι καὶ νὰ ρίχνεται στὴ θάλασσα, σκούζοντας σὰν τὸ ρύσο.

— Πιάστε τον!… φώναξα.

Μὰ δὲν εἶδα στὰ γελαστὰ νερὰ παρὰ τὶς Ροῦσες, ποῦ ἔφευγαν μὲ φωνὲς στὸ ἀκρογιάλι, σὰν κοπάδι δελφινιῶν ἐμπρὸς στὴ φάλαινα!…»

Καὶ μὲ τὸ λόγο ἔχωσε τὴ βελόνα δυνατώτερα στὸ πανὶ ὁ Μπαρμπαγιώργης ὁ ναύκληρος, σὰν νά σούβλιζε τὴν καρδιὰ τοῦ Κεφαλλωνίτη. Κάποια ἀνατριχίλα φάνηκε νὰ κυριεύῃ ὅλους, ναῦτες καὶ θερμαστές. Κοίταξε ἕνας τὸν ἄλλο σοβαρά, σὰν νὰ συνεννοοῦνταν πῶς ἀληθινὰ πρέπει ν’ ἀφήσουν τὰ πειράγματα. Ἔπειτα ὅμως χαμόγελο ἄνθισε στὰ χείλη τους. Μπά! ὅσα πειράγματα κι ἂν εἰποῦν δὲ θὰ φτάσουν ὥς ἐκεῖ. Καὶ ἄξαφνα ὁ Κώστας ὁ θερμαστὴς μὲ φωνὴ παραπονιάρα, βλέποντας τὸν Κιμωλιάτη τὸ μάγερα.

— Κι ἂν μάθῃς πῶς ἔπεσ’ ἀπὸ τὸν κοῦντρο, μὴν τὸ πιστέψῃς, μάτια μου… Κι ἂν μάθῃς πῶς ἔπεσ’ ἀπὸ τὸν παπαφίγγο, μὴν τὸ πιστέψῃς, μάτια μου… Μ’ ἂν ἀκούσῃς πῶς ἔπεσε ἡ καζάνα καὶ μὲ πλάκωσε, πίστεψέ το!… πίστεψέ το!…