Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/176

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
174Λόγια τῆς πλώρης

— Χριστὸς βοσκρέσια!… Χριστὸς βοσκρέσια!… γροικῶ ἐκείνῃ τὴν ὥρα φωνὲς καὶ γέλια. Τρέχω στὴν κουπαστή· τί νὰ ἰδῶ; Τοῦ διαβόλου πεντέξη Ροῦσες, κολυμποῦσαν στὴν πλώρη μας. Εἶδαν τὴν ἡμέρα ζεστή, ἔπιαν καὶ καμμιὰ βότκα παραπάνω καὶ ρίχτηκαν νὰ παιγνιδίσουν μὲ τὸ κῦμα. Βουτοῦσαν τὸ κεφάλι κι’ ἔπειτα τινάζονταν ὀλόρθες, μὲ τὰ ξανθὰ μαλλιά τους κολλημένα στὰ μαρμαροτράχηλα· μὲ τὰ στήθη ὁλόμεστα· μὲ τὰ χιονᾶτα κορμιὰ στὸ κῦμα σὰν διαμαντόπετρες κλεισμένες στὸ ζαφεῖρι. Ἔπερναν νερὸ μὲ τὶς φοῦχτες τους, τὸ ἔρριχναν ἀπάνω μας καὶ ἀνοιγοσφαλῶντας τὰ χειλάκια τους σὰν μύδια φώναζαν ὁλόχαρες:

— Γόσποντιν! Χριστὸς βοσκρέσια!… Χριστὸς βοσκρέσια σαλιότκοι!…

Ναί, Χριστὸς ἀνέστη!… Χριστὸς ἀνέστη! ποιὸς λέει τ’ ὄχι!…

Εἴμαστε ὅλοι κρεμασμένοι στὴν κουπαστή· τὸ μάτι μας γαρίδα! Ἔβλεπες μέσα στὸ θαμπὸ νερὸ τὰ κορμιά τους κίτρινα σὰν ἐλαφοντοκόκκαλο ν’ ἀργοκινοῦνται καὶ σ’ ἔπιανε ἀνατριχίλα καὶ πεῖσμα. Πεῖσμα καὶ ζήλεια. Μᾶς ἅπλωναν τὰ χέρια· τοὺς δίναμε τὴν ψυχή. Οἱ ραντίδες ποῦ ἔφταναν ἀπάνω μας, λέγαμε πῶς ἦταν κάτι ἀπὸ τὸ κορμί τους καὶ τὶς σφίγγαμε στὸν κόρφο, τὶς φέρναμε στὰ χείλη μὲ ἀχορταγιά. Τοὺς ρίχναμε πορτοκάλια· τοὺς πετούσαμε μεταξομάντηλα. Καὶ κεῖνες θεότρελλες τσαλαβουτοῦσαν ἐδῶ καὶ κεῖ, ἅρπαζαν τὰ χαρίσματα, ἔπιαναν τὴν καρίνα, ἁρπάζονταν στὰ σχοινιὰ ν’ ἀνεβοῦν ἀπάνω τάχα καὶ φώναζαν ὁλογέλαστες: