Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/175

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Πειράγματα173

μείνῃ τόρα ἄδουλο. Εἶδα πῶς ὁ Ἀνέστης εἶχε διάθεση καὶ ἠθέλησα νὰ τὸν σηκώσω ἀποκεῖ.

— Ἔλα, τοῦ λέω, ν’ ἀνοίξουμε τὰ πανιὰ νὰ λιαστοῦνε σήμερα. Τἄφαγε ἡ νοτιὰ τόσες μέρες.

— Τράβα κι’ ἔφτασα· εἶπε πρόθυμος.

Στὴ δουλειὰ δὲν ἔλεγε ὄχι. Τράβηξα ἐμπρός, σκάλωσα στὸ πινὸ καὶ ἄρχισα νὰ λύνω τὰ σχοινιά. Μὰ δὲν πρόφτασα νὰ πάω στὸ τρίτο καὶ ἄκουσα φωνὲς πίσω μου. Ὁ Ἀνέστης παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ μπλέξιμο τῶν συντρόφων του, θυμήθηκε νὰ εἰπῇ γιὰ τοὺς σαράντα Κεφαλλωνῖτες. Ὅλοι θὰ ἔχετε ἀκουστὰ πῶς σαράντα θεριστάδες κοιμήθηκαν τὴ νύχτα σὰν σαρδέλλες σ’ ἕνα στενὸ ἀχεριῶνα καὶ τὴν αὐγὴ δὲν ἤξεραν πῶς νὰ ξεχωρίσουν τὰ πόδια τους. Ἕνας ἤθελε νὰ πάρῃ τοῦ ἄλλου καὶ φιλονικοῦσαν. Ὥς ποῦ βρέθηκε κάποιος βουκόλος καὶ μὲ τὸ χοντροράβδι του ἔκαμε καθένα νὰ πάρῃ τὰ δικά του καὶ νὰ φύγῃ. Δὲν ἦταν τίποτε. Μὰ ὁ Γεράσιμος, μπορεῖ νὰ ἦταν καὶ πιομένος λιγάκι, ἄρχισε τὶς βλαστήμιες. Φρίξον, ἥλιε! Ὁ Ἀνέστης ἀκούοντάς τον ξαπλώθηκε χάμω ξεκαρδισμένος στὰ γέλια. Καὶ ὅσο γελοῦσε, τόσο ἐκεῖνος ἄφριζε καὶ μάνιζε. Κατεβαίνω νὰ ἰδῶ τί γίνεται· ἀπαντῶ τὸ Γεράσιμο πρασινοκίτρινο σὰν τὴ μπακρίλα.

— Τὶ πάθατε, μωρὲ παιδί;

— Θὰν τοῦ πιῶ τὸ αἷμα, μὰ τὸν Ἅγιο· θὰν τοῦ πιῶ τὸ αἷμα!… λέει ἄγρια.

Καὶ φεύγει κατὰ τὴν πρύμη βιαστιακός, μὲ τὰ μαλλιὰ σηκωμένα, μ’ ἕνα βῆμα ἄταχτο, σὰν νὰ τοῦ δόσανε χτυπιὰ στὸ κεφάλι.