λοντας μὴ θέλοντας κάναμε καὶ μεῖς τὸ ἴδιο. Ἦρθε ἡ Κυριακή· ἄρχισε τὸ Χριστὸς βοσκρέσια. Χριστὸς ἀνέστη καὶ μεῖς. Ὁ καπετάνιος ἔψησε τὸ ἀρνί, μᾶς μοίρασε ἀπὸ ἕνα κόκκινο αὐγό, μᾶς ἔδωκε λίγο κρασί.
Ἦταν μέρα καταχνιασμένη καὶ ζεστὴ ἀπὸ κεῖνες ποῦ βλέπουν συχνὰ τ’ ἄγρια ἐκεῖνα λιμάνια. Δεξιὰ ὁ Καύσασος, ἕνα βουνὸ ποῦ χύνει στοὺς θυμούς του φοβερὸ ἀνεμοστρόβιλο, τόρα πλάγιαζε ἥρεμο, σἂν λέοντας κοιτάζοντας τὰ πέλαγα. Ἀριστερὰ ἡ πόλη φτωχική, μὲ λίγα σπίτια καὶ περισσότερες καλύβες, μὲ πλατεῖς δρόμους πελαγωμένους στὴ λάσπη καὶ μιὰ ἐκκλησούλα πρασινοθόλοτη στὴ μέση, ἔμοιαζε ψαροχῶρι. Καὶ ἀνάμεσα τὸ δάσος καψαλισμένο πρόβαινε ἀπὸ τὴν κλεισούρα μὲ κάποιο ἀργὸ λούφασμα, λὲς καὶ προσπαθοῦσε νὰ συρθῇ στὴν ἁκρογιαλιά, νὰ χαρῇ καὶ κεῖνο τὸ χλιὸ τὸ κῦμα. Κι’ ἔβγαινε ἀπ’ ὁλοῦθε βουὴ καὶ θόρυβος· ἀπὸ τὸ μελαγχολικὸ τοῦ ζητιάνου ὀργανέτο καὶ ἀπὸ τὸ βραχνιασμένο λαρύγγι τῶν χαροκόπων. Ἄλλοι ἔτρεχαν ἀποκαρωμένοι ἀπάνω στ’ ἀμάξια· ἄλλοι ἅρπαζαν τὴ μποτίλια τῆς βότκας· ἄλλοι χόρευαν μισοστρατὶς κι’ ἄλλοι γκρεμίζονταν ἀναίσθητοι, γυναῖκες καὶ ἄντρες μαζί, στὰ χαλίκια τοῦ γιαλοῦ καὶ στοὺς τράφους τοῦ δρόμου.
Οἱ ναῦτες ὅλοι στὴν πλώρη συναγμένοι εἶχαν μπλεχτῆ χεροπόδαρα κι’ ἕνας τριβότανε στὴ ράχη τ’ ἀλλουνοῦ, ἄλλος ἔβανε στὰ σκέλια τοῦ ἄλλου τὸ κεφάλι· μερικοὶ πάλευαν καὶ ἄλλοι κυνηγιόνταν. Τὸ σῶμά τους μαθημένο στὴ δουλειὰ δὲ μποροῦσε νὰ