Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/170

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
168Λόγια τῆς πλώρης

ἦρθε κατάμπροστα στὸ θερμαστή, βάζοντας τὰ χέρια στὴ μέση του, σὰν νὰ τὸν προσκαλοῦσε στὸ πάλαιμα.

— Ἄ, στὸ διάβολο, εἶπε, σαλιάρη, ποῦ δὲν ξέρεις τί λές.

— Νὰ χαθῇς, βλάχο! ἀπάντησε ὁ Κώστας θυμωμένος.

Κι εὐθὺς τινάχτηκε ὁλόρθος, ζύγωσε κοντὰ μὲ τὰ χέρια καὶ αὐτὸς στὴ μέση, τὸν κοίταξε κατάματα, ἔσμιξαν μύτη μὲ μύτη καὶ σφύριξε πάλι:

— Νὰ χαθῇς, παλιόβλαχε!

Χόχλαζε καὶ στοὺς δυὸ ὁ θυμός. Ἑτοιμάσθηκαν νὰ χυθοῦν ἕνας στὸν ἄλλον, νὰ γροθοκοπηθοῦν, νὰ ξεμαλλιασθοῦν, νὰ ξεσχισθοῦν· τὸ κατάστρωμα νὰ στρώσουν μὲ τὰ κρέατά τους· νὰ βάψουν τὴ θάλασσα μὲ τὸ αἷμά τους. Ἀλλὰ ὁ Μπαρμπαγιώργης ὁ ναύκληρος μπῆκε στὴ μέση, ἔσπρωξε τὸν ἕνα ἀποδῷ, ἔρριξε τὸν ἄλλο ἀποκεῖ καὶ ὀρθὸς ἀνάμεσά τους:

— Ἔ! ντραπῆτε καὶ μιὰ στάλα, ρὲ παιδιά· εἶπε μὲ τὴν τρανταχτὴ φωνή του. Ἁμή!… σὰ δὲ θέλετε νὰ σᾶς πειράζουν, μὴν πειράζετε καὶ σεῖς! Καμμιὰ φορὰ ἕνα πείραγμα φέρνει χίλια κακά. Εἶδα τόσα καὶ τόσα στὴ ζωή μου! Ἀπὸ τέτοια ἀθῶα πειράγματα χάθηκε τὸ παιδὶ ὁ Ἀνέστης, ἀλαφρὸ τὸ χῶμά του. Μωρὲ παίδαρος μιὰ φορά! Καὶ χάθηκε ἀπὸ ποιόν; Ἀπὸ μιὰ μύξα!… Ἆ! ἐκεῖνο τὸ κακὸ δὲ θὰ μοῦ τὸ βγάλῃ μήτε ἡ πλάκα.

Εἴμαστε στὴ Νοβοροσίσκη μ’ ἕνα Γαλαξειδιώτικο μπαρκομπέστια. Ἐγὼ ναυτολογήθηκα στὴν Πόλη. Ἐκεῖνοι ἦταν ἀπὸ πρίν. Εἶχαν πολλὰ ταξίδια μαζὶ καὶ ἦταν θαρρεμένοι. Ἀλλὰ μὲ ὅλα τὰ θάρρη τους,