Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/171

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Πειράγματα169

ἄμα ἄκουε κανένα λόγο γιὰ τοὺς πατριῶτές του ὁ Γεράσιμος, ἀνατρίχιαζε σὰν τὸ λυσασμένο σκυλὶ ἐμπρὸς στὸν καθρέφτη.

Ὁ Ἀνέστης ἦταν Σπετσιώτης, ἀρβανίτικο κεφάλι—μπίντα σωστή! Εἶχε ὄμως ἀγαθὴ ψυχή· ὅση κορμοστασιὰ τόση καὶ καρδιά. Τοῦ ἄρεσαν τὰ γέλια καὶ τὰ ξεφαντώματα. Μιὰ δραχμὴ νὰ εἶχε στὴν τσέπη, τὴ θυσίαζε γιὰ τοὺς φίλους· τὰ ροῦχά του πουλοῦσε γιὰ τὸ σύντροφο. Ἐγνώρισα τὴν καρδιά του μόλις πάτησα στὸ καράβι. Ὁ καπετάνιος δὲν ἤθελε τὸ Γεράσιμο γιατ’ ἦταν βλάστημος καὶ σπιοῦνος. Ἀποφάσισε νὰ τὸν βγάλῃ καὶ γι’ αὐτὸ ναυτολόγησε μένα. Ὁ Ἀνέστης ὅμως ἤξερε πῶς εἶχε φαμελιὰ ἀπάνω του καὶ ἠθέλησε νὰ τὸν σώσῃ. Εἶπε στὸν καπετάνιο πῶς ἦβρε δουλειὰ ἔξω καὶ θ’ ἄφινε τὸ καράβι. Τὸν παρακάλεσε στὴ θέση του νὰ κρατήσῃ τὸν Κεφαλλωνίτη. Ἐκεῖνος κατάλαβε, ἀγαποῦσε καὶ τὸ παιδί. Κράτησε τοὺς δυό, κράτησε καὶ μένα.

Μὰ ἐγὼ ἔνιωσα τὴ διαφορά τους ἀμέσως. Μίλια ἦταν μακριὰ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον. Ὁ Γεράσιμος φαρμακομύτης, ἀγέλαστος, κρυφονούσης—βρασμένη ψυχή. Ὁ Ἀνέστης τὸ ἐνάντιο. Ὅ,τι ἔλεγε ἡ καρδιὰ τὸ ἔδειχνε στὰ χείλη ὁ Σπετσιώτης. Ὅ,τι ἔλεγαν τὰ χείλη τὸ τάφιαζε στ’ ἀπόκρυφα τῆς ψυχῆς ὁ Κεφαλλωνίτης. Καὶ μέσα ἐκεῖ σὰν σὲ λεβέτι ἀγάνωτο, τὸ ἔβραζε καὶ τὸ ἀνακάτωνε γιὰ χρόνια ὥς που τὸ ἔρριχνε ἔξω φαρμάκι καὶ χολή.

Ὁ Ἀνέστης ὅμως δὲν πρόσεχε καὶ πολὺ στὰ τέτοια. Ὅταν ἤθελε νὰ γελάσῃ—καὶ τὸ ἤθελε συχνὰ ὁ κακόμοιρος! – ἔλεγε τὸ λόγο του, ἀδιάφορο καὶ ἂν