Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/169

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Πειράγματα167

θεια δὲν εἶχε στασιὸ ἀπὸ τότε· ἔφευγε βαπόρι. Μὰ τόρα ὁ φίλος ξεποδαριάστηκε. Ἔτρεχε· ποῦ νὰ τὴν φτάσῃ! Σὰν ἔξυπνος τέλος, ἀλείβεται καὶ κεῖνος νέφτι. Τόρα τὴ φτάνει καὶ τὴν περνάει. Διαβαίνει ἀπὸ τὸ σπίτι του καὶ βάνει τὶς φωνές:—Γυναίκα! ἔ, γυναίκα! ἔβγα νὰ πιάσῃς τὸ χτῆμα καὶ γὼ ἔχω δρόμο ἀκόμη!…

Ὁ Κώστας δέχθηκε τοῦ Γαλαξειδιώτη τὸ πείραγμα καὶ τοὺς σαρκασμοὺς τῶν συντρόφων του. Σούφρωσε μόνον τὰ χείλη, ἀγνάντεψε τὸν οὐρανὸ ψηλά, τὶς πράσινες στεργιὲς ἀντίκρυ, κάτω τὴ γαλάζια θάλασσα ποῦ αὐλάκωνε τὸ πλοῖο κι’ ἔβγαλε ἕνα πούφ! περιφρονητικό. Καὶ ὅταν ἔπαψε ὁ θόρυβος, τέντωσε τὴν ἄλλη του ἀρίδα, ἀνακλαδίσθηκε χάσκοντας πιθαμὴ τὸ στόμα, λὲς καὶ ἤθελε νὰ χάψῃ τὸν ἥλιο καὶ εἶπε μὲ φωνὴ σύγκαιρα ἀναγελάστρα καὶ ράθυμη στὸν ναύκληρο.

— Καὶ σοῦ λένε, Μπαρμπαγιώργη, πῶς δὲν εἶνε ἔξυπνοι οἱ Γαλαξειδιῶτες. Ἀφοῦ καὶ στὴ στεριὰ παίρνουν ὁδηγὸ τὸν μπούσουλα!… Ἀφοῦ μετροῦν τὰ χωράφια τους ἀπὸ ἄρμπουρο σ’ ἄρμπουρο κι ἀπ’ ἀσφάκα σ’ ἀσφάκα… Καὶ δὲν εἶνε παλληκάρια γιατί πῆραν τὸ τιτίβισμα τῶν περιστεριῶν γιὰ ληστάδες κι’ ἔφυγαν ἀφίνοντας τὶς γυναῖκες τους στοὺς νταυλοκαλογέρους!…

Ὁ Γαλαξειδιώτης ἄναψε ἀμέσως. Τὸ χαμόγελο ἔσβυσε στὰ χείλη του καὶ χαλκοπρασίνισε σὰν τὴν ὀχιά. Ἄ, δὲν τὰ σηκώνει ὁ Μίμης αὐτά! Ὂ,τι κάνουν οἱ ἄλλοι, καλὰ καμωμένα. Μὰ αὐτὸν δὲ θέλει νὰ τὸν πειράζει κανείς. Ἀψὺς σηκώθηκε ἐπάνω καὶ