τα-γράντα, ἔδειχνε πῶς τὸ Μπαλτζίκι ἀπέχει ὥρα μόλις ἀπὸ τὴ Βάρνα· ἔπαιρνε στὸ πρόσωπο τὸν τρόμο τῆς γυναῖκας γιὰ τὸ μακρὺ κι’ ἀβέβαιο ταξίδι τοῦ ἀγαπημένου της καὶ σύγκαιρα τὴν ἀπελπισία ἐκείνου γιὰ τὸ χωρισμὸ καὶ τὴν περηφάνεια γιὰ τὸ κατόρθωμα. Ὁ θερμαστὴς ἔδινε στὴ φωνή, στὴ στάση, στὶς χερονομίες του τόση ἀστεῖα μεγαλοπρέπεια, ποῦ ἔσκασαν ὅλοι, ναῦτες καὶ θερμαστές, τὰ γέλια καὶ κοίταξαν τὸ Βαρνιώτῃ, σὰν κάτι παράξενο καὶ περιφρονημένο πρᾶμα. Ἕτοιμοι ἦταν νὰ τοῦ ριχθοῦν ὅλοι μὲ σαρκασμούς.
Ἐκεῖνος χαμογέλασε στὴν ἀρχή, ἀναψοκοκκίνησε, ἔρριξε τὸ κεφάλι κάτω καὶ τράβηξε νὰ φύγῃ. Ἦταν ἥσυχος ἀνθρωπάκος, φευγᾶτος ἀπὸ τὴν πατρίδα του, ἀπὸ τὴ δουλειὰ καὶ τὴν κακοπάθεια ἀφανισμένος, εἶχε ὁλόκληρη λυκοφαμελιὰ στὴ ράχη του καὶ δὲν τοῦ ἔμενε καιρὸς γιὰ μαλώματα καὶ καυγάδες. Μὰ ἐκεῖ ποῦ διάβαινε κοντὰ στὸν Κώστα τὸ θερμαστή, ἐκεῖνος ἄπλωσε τὴν ἀρίδα του, πεδικλώθηκε ὁ ναύτης καὶ κύλισε χάμω σὰν ἀσκί. Τόρα τὰ γέλια ἔσκασαν στὸ καράβι δυνατὰ καὶ τρανταχτά. Ἀλλὰ ὁ Μίμης ὁ Γαλαξειδιώτης ἦρθε τότε σύντροφος στὸ γέροντα καὶ ἠθέλησε νὰ τὸν βοηθήσῃ στὴ γλωσσοφαγιά.
— Μωρὲ δὲν τοῦ μιλάς! εἶπε προστατευτικά. Ὅποιος δὲ μιλεῖ ἐδῶ μέσα ζωντανὸ τὸν θάφτουνε. Τί ρίχνεις τὸ κεφάλι κάτου καὶ φεύγεις; Νὰ κι’ ὁ Κρητικομηλιὸς τώρα ποῦ βγῆκε στὸ μεϊντάνι. Δὲν πάει νὰ βάλῃ νέφτι σὰν τὸν πατριώτη του. Ἀκούς, εἶχε μιὰν ὀκνὴ γαϊδάρα καὶ κάποιος τὸν συμβούλεψε νὰ τῆς ἀλείψῃ νέφτι τὸν πισινό. Τὄκαμε ὁ μπουρμᾶς κι’ ἀλή-