Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/167

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Πειράγματα165

καθόλου π’ ἀνάθεμά το! Διάβαιναν ἐμπρός του πλῆθος τὰ πειράγματα, ὅμως κουλουριασμένα σὰν ἀρμαθιὰ χελιῶν, ποῦ δὲ γνωρίζεις ποῦ ἡ οὐρὰ τελειώνει καὶ ποῦθε ἀρχίζει τὸ κεφάλι. Θυμήθηκε τὴ χαρὰ τοῦ πεθεροῦ, ὅταν εἶδε τὸ γαμπρό του ξεβράκωτο:—Γειά σου, καλὲ γαμπρέ, ποῦ θὰ χορτάσῃς τὸ καημένο τὸ κορίτσι μου!»· ξεχώρισε τὴ μονάκριβη συκιὰ ποῦ ἔχει τὸ νησὶ καὶ μνημονεύεται σὲ ὅλα τὰ προικοσύμφωνα, μὰ δὲν εἶχε πρόχειρα καὶ τὰ λόγια τους:—Γράψε, γράψε!—Γράψε καὶ τί νὰ γράψω,—Γράψ’ ἕνα κλωνὶ συκιὰ περ πονέντε!…

Μὰ ἐκεῖ ποῦ ἔμενε ἔτσι ἀφαιρεμένος καὶ φουρκισμένος ποῦ δὲν τὸν βοηθοῦσε ἡ γλῶσσα, εἶδε ἄλλο ναύτη, ἕνα γέροντα χοντροκαμωμένο καὶ κακοτράχαλο, νὰ γελᾷ πονηρὰ καὶ κάτι νὰ ψιθυρίζῃ στὸν Καστελορριζίτη. Βέβαια τοῦ θύμιζε κάποιο πείραγμα τῆς Σαντορίνης αὐτὸ τὸ καβοντόγιο. Μὰ τί θέλουν οἱ ἄλλοι καὶ ἀνακατώνονται στὶς κουβέντες τους! Καὶ παίρνοντας τὴν προφορὰ ποῦ ἔχουν οἱ Βαρνιῶτες τῆς Θρᾴκης, μὲ τὴν περιφρόνηση ποῦ τρέφουν οἱ Ἀσπροθαλασσῖτες ναυτικοὶ γιὰ τοὺς Μαυροθαλασσῖτες συναδέρφους των:

— Μ’ ἀφεῖς, πουῒ μ’ ἀφεῖς· εἶπε ἀλλάζοντας κατὰ τὴ φράση καὶ τὴ φωνή, ἀπὸ τὸν τρυφερὸ γυναίκειο στὸν βάναυσο ἀντρίκιο τόνο.—Νὰ φύω θῶ!…—Καῖ ποῦ ά πάγεις, καὶ ποῦ ά πάγεις;—Στὸ Μπαλτζίκι.—Ἄχ! στὰ χαμένα νερά! Καὶ πότε θ’ ἀκούσω τὶς χαλκαδένιες σου νὰ κάνουν γράντα-γράντα;…

Ἐσχημάτιζε τὶς χαλκιδένιες του, τὶς ἁλυσίδες τῆς ἄγκυρας πῶς βυθίζονται στὰ νερὰ καὶ κάνουν γράν-