Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/165

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
ΠΕΙΡΑΓΜΑΤΑ


ΕΙΔΕΣ τόνε, εἶδες τόνε;—Εἶδα τόνε.—Κ’ἴντα φοροῦσε;—Ἄσπρη βράκα, ἄσπρη βράκα!—Κι’ ἀκόμα δὲν τὴν ἔβαψε;!…

Ὁ Πέτρος Σαντορινιὸς ὁ θερμαστής, περνῶντας καταϊδρωμένος ἀπὸ τὴ μηχανὴ στὴν πλώρη, ἔρριξε ἀδιάφορα τάχα τὰ λόγια του σὲ μερικοὺς ναῦτες, ποῦ ἔρραφταν καθισμένοι κατάχαμα ἕνα πανί. Μὲ τοῦτα θέλουν νὰ εἰποῦν οἱ ναυτικοὶ πῶς οἱ Καστελορριζῖτες, ἀφίνοντας τὸ νησί τους γιὰ νὰ ζητήσουν στὰ ξένα τύχη, φοροῦν ἄσπρη φουφουλόβρακα καὶ τὴ βάφουν μόλις καλητερέψουν τὰ οἰκονομικά τους. Γι’ αὐτὸ κάποιου ξενητεμένου ἡ γυναίκα συχνορωτᾷ ὅσους γυρίζουν στὴν πατρίδα, ὄχι τόσο γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ ἀντρός της, ὅσο γιὰ τὴν προκοπή του καὶ κράζει

μελαγχολικά, ποῦ δὲν ἀναγνωρίζει τὸ ποθητὸ χρῶμα στὸ φόρεμά του. Οἱ ναῦτες τόρα στὴ δουλειά τους προσηλωμένοι, καθόλου δὲν ἐπρόσεξαν στὸ θερμαστὴ καὶ τὰ λόγια του. Ὁ Στελόγιωργας ὅμως ποῦ γνώριζε πατρίδα του αὐτὸ τὸ ξερονῆσι, ἂν καὶ εἶχε γεννηθῇ στὴ Νάξο, πήδησε ἄξαφνα σὰν νὰ τὸν κέντησαν στὸν πισινό. Αὐτὸν ἠθέλησε νὰ πειράξῃ ὁ Σαντορινιὸς μὲ τὰ λόγια του! Μὰ αὐτὸς εἶχε συνήθεια νὰ μὴ χαρίζεται σὲ κανένα. Ζεστὸ ἤξερε νὰ χτυπᾷ τὸ