Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/164

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
162Λόγια τῆς πλώρης

τὴ θεόρατη κλεῖδα ἕτοιμον νὰ τοῦ σπάσῃ τὰ κόκκαλα.

— Μωρέ! λέει, σκοῦρα τὰ πράματα!

Ἀντὶ ὅμως ν’ ἀπελπισθῇ θύμωσε· καὶ ὁ ναυτικὸς σὰ θυμώσῃ ἀναποδογυρίζει τὶς θάλασσες.

— Ἔτσι εἶστε; λέει· νὰ σᾶς ‘μπῶ καὶ γὼ στὸ ρουθοῦνι.

Πιάνει ἀμέσως καὶ μαδάει ὅση τρίχα εἶχε ἀπάνω του καὶ τὴν πλέκει πανί. Ἔπειτα πάει κρυφὰ καὶ κόβει μιὰ κλάρα· τὴν πελεκάει καλὰ καὶ στένει ἀνάμεσα Παράδεισος καὶ Κόλασης δικό του τσαντῆρι. Κατὰ δικό του. Οὔτε θεὸ φοβᾶται, οὔτε διάβολο. Χώρια οἱ λύκοι ἀπὸ τὰ πρόβατα· χώρια καὶ οἱ στεριανοὶ ἀπὸ τοὺς ναυτικούς. Ἄλλη ζωὴ στὸν Ἀπάνω, ἄλλη στὸν Κάτω Κόσμο. Γιὰ τοῦτο σᾶς λέω πῶς, ἂν τὸν ἤξερα τὸ μακαρίτῃ, θὰ τοῦ ἄναβα περισσότερα κεριὰ ἀπὸ ὅσα ἀνάβω στὸν Ἅϊ Νικόλα. Πέθανα; δὲ σκοτίζομαι γιὰ Κόλασες καὶ γιὰ Παράδεισους.

Πάω γραμμὴ στὸ τσαντῆρι μου!…