Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/163

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ὁ κάτω κόσμος161

— Δὲ φταῖμε μεῖς, ἀφεντικό! φωνάζουν οἱ ἅγιοι· νὰ, αὐτὸς μᾶς ἔβαλε σκάνταλα.

Πιάνουν τὸ ναύκληρο· τὸν πηγαίνουν ἐμπρὸς του.

— Μωρὲ ποῦ βρέθηκες ἐδῶ μέσα! τοῦ λέει Ἐκεῖνος θυμωμένος· μπάρκο τὸν κάναμε τὸν Παράδεισο;

Μιὰ κλωτσιὰ καὶ τὸν ρίχνει μίλια ἔξω.

— Τόρα ποῦ νά πάω; κάθεται καὶ συλλογιέται. Νὰ ἦταν εὔκολο τοὐλάχιστον νὰ γυρίσω πάλι στὸν κόσμο.

Κάπως τοῦ καλοφάνηκε τοῦ φίλου. Τί καλὰ ν’ ἀρχίσῃ πάλι τὰ γλέντια καὶ τὰ ταξίδια του!

Τηράει περίγυρα νὰ εὔρῃ δρόμο γιὰ τὸν Ἀπάνω Κόσμο· τίποτα. Αὐτὸς ποῦ μὲ τὸ κερὶ καὶ τὸ κουμπάσο ἄνοιγε δρόμους στὰ πέλαγα καὶ μὲ τὸ τρισκότειδο ἔμπαινε στὰ μπουγάζια σὰν νὰ ἔμπαινε σπίτι του, γύριζε τόρα ψηλαφῶντας σὰν θεότυφλος. Ὁ Χάρος μόλις πάρῃ τὸν πεθαμένο τὸν περνάει ἀκούς! ἀπὸ τῆς Ἄρνης τὸ βουνό· ἕνα βουνὸ θεόρατο καὶ δασωμένο. Στὴ ρίζα τοῦ βουνοῦ εἶνε τῆς Ἀρνησιᾶς ἡ βρύση. Τὸν ποτίζει νερὸ καὶ ἀρνιέται γιὰ μιᾶς τοὺς δικούς του. Ἔπειτα τὸν περνάει ἀπὸ τῆς Ἀρνησιᾶς τὸ λιβάδι, ποῦ εἶνε δασοφυτρωμένο τὸ λησμοβότανο. Ἅμα περάσῃ κι’ ἀπὸ κεῖ ὁ μαῦρος ἄνθρωπος, λησμονάει τὸν κόσμο καὶ τὶς στράτες καὶ τὰ διάβατά του. Γιὰ τοῦτο κι’ ὁ ναύκληρος ὅσο καὶ ἂν πάσχιζε, τίποτα δὲν ἔκανε. Γύριζε ἀριστερά, βρισκόταν στὴν πόρτα τῆς Κόλασης κι’ ἔβλεπε ἀγριεμένο τὸ διάβολο μ’ ἕνα δικριάνι σιδερένιο στὰ χέρια νὰ τὸν φοβερίζῃ. Γύριζε δεξιά, ἔβλεπε τὸν Παράδεισο καὶ τὸν ἅγιον Πέτρο μὲ