Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/166

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
164Λόγια τῆς πλώρης

σίδερο. Καὶ λυγίζωντας τὴ φωνή του σύμφωνα μὲ τὴν προφορὰ τῶν γυναικῶν τῆς Σαντορίνης, ἀνταπόδωκε ἀμέσως τὸ πείραγμα.

— Κὰ μπρὲ τὸ πουλί μου… Τσ’ ἂν πᾷς στὸ Ταϊγάνι τσ’ ἐρθῇς μὲ τὸ καλό, νὰ μοῦ φέρῃς ἕνα φλασκὶ ταμπάκο, νὰ σὲ γλυκοφιλῶ!…

Ὁ θερμαστὴς εἶχε τὸ ἕνα πόδι στὴ σκάλα κι ἑτοιμαζόταν νὰ βάλῃ καὶ τὸ ἄλλο. Πήγαινε ν’ ἀλλάξῃ τὰ βρεμένα ροῦχα του. Ἀκούοντας ὅμως τοῦ ναύτη τὰ λόγια πισωπάτησε ἀλαφιασμένος, σὰν νὰ εἶδε τὸ φίδι ἐμπρός του. Ἆ! μὰ αὐτὸ ἦταν πάρα πολύ!… Τ’ ἤθελε ν’ ἀνακατέψῃ τὶς γυναῖκες στὰ πειράγματά του ὁ Στελόγιωργας; Ναί, ἀληθινά· καὶ ἡ μάννα του ἔβαζε ταμπάκο κι’ ἡ ἀδερφή του· συνήθεια τοῦ τόπου. Μὲ τοῦτο ὅμως δὲ θὰ εἰπῇ πῶς ἡ γυναῖκα ἐκεῖ ἄλλαξε ὅλως-διόλου· πῶς ἀπὸ τὰ στολίδια καὶ τὰ ροῦχα καὶ τὰ συγύρια τοῦ σπιτιοῦ της προτιμᾷ ἕνα φλασκὶ ταμπάκο!… Ὁ θερμαστὴς κοίταξε κατάματα τὸν ναύτῃ, νὰ γνωρίσῃ, ἂν τὰ εἶπε μὲ κακὸ σκοπὸ τὰ λόγια του, νὰ προσβάλῃ στ’ ἀληθινά. Ξέρουν ὅλοι μέσα στὸ καράβι πῶς αὐτὸς δὲν τὶς δέχετ’ εὔκολα τὶς προσβολές. Εἶδε ὅμως τὸ πρόσωπό του νὰ λάμπῃ ἀπὸ εἰλικρίνεια· γνώρισε στὰ μάτια του ἄδολη τὴ χαρὰ ποῦ κατόρθωσε νὰ τὸν θυμώσῃ τόσο εὔκολα. Ἔφτυσε δυὸ-τρεῖς φορὲς στὰ πόδια του, ἔσκασε τὰ γέλια καὶ ἄρχισε ν’ ἀναζητᾷ στὴ μνήμη του τόσα ἄλλα ἀνέκδοτα ποῦ ἔχουν γιὰ τοὺς Καστελορριζῖτες οἱ ναυτικοί. Ἀθέλητα ὅμως πειράχτηκαν τὰ νεῦρά του καὶ τὸ μυαλὸ σταμάτησε ἀπότομα, ὅπως σταματᾷ ἡ μηχανὴ τὸ βαπόρι μ’ ἕνα κατέβασμα τῆς λάμας. Δὲ δούλευε