Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/160

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
158Λόγια τῆς πλώρης

Ὁ ναύκληρος ἀνακατώθηκε μὲ τὸ λαὸ καὶ σπρώχνοντας ζερβόδεξα ἔφτασε τέλος στὴν πόρτα. Μὰ γιὰ κακή του τύχη νὰ βρεθῇ φύλακας ὁ βουλωμένος. Καθὼς τὸν βλέπει, βάνει τὶς φωνές. Τρέχουν οἱ ἄλλοι διαβόλοι·

— Τί εἶνε, μωρέ; τί τρέχει; τὸν ρωτοῦν.

— Ἔτσι κ’ ἔτσι· τοὺς λέει. Μὴ τὸν ἀφήσουμε καὶ μπῇ γιατὶ θὰ μᾶς βουλώσῃ ὅλους.

Τὸ ἀκοὺν ἐκεῖνοι, τὸν ἀρχίζουν στὶς κλωτσιές· τὸν πετοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν Κόλαση.

— Ἀμ’ τόρα τί νὰ κάμω; συλλογιέται.

Δεξιὰ βλέπει τὸν Παράδεισο, ἕνα περιβόλι ὡραιότατο μὲ δέντρα εὐωδέστατα καὶ βρύση κατὰ πολλὰ ὄμορφη, ὅπως λένε τὰ Συναξάρια. Μὰ βλέπει τὴν πόρτα κατακλειδωμένη κι’ ἔρημη. Κανένας δὲ ζύγωνε ἐκεῖ. Πίσω ἀπὸ τὰ κάγκελλα τῆς πόρτας βλέπει τὸν Ἅγιο Πέτρο μὲ τὰ κλειδιὰ κρεμασμένα στὸ ζωνάρι του, μὲ τὰ μάτια μισοκλεισμένα, τὴ μύτη μακρουλὴ καὶ κόκκινη σὰν πιπεριόνος. Ὁ Ἅγιος Πέτρος, ἀκούς, εἶνε ἕνας μεθύστακας ποῦ βάνει κάτω τὸν καλύτερο κρασοπατέρα τοῦ Ἀπάνω Κόσμου. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἦταν στουπί! Ἕνας κουτσοκουλόστραβος κουρελιάρης καὶ ψειριάρης—Κραβαρίτης θὰ ἦταν—δυὸ ὧρες τόρα χτυποῦσε τὴν πόρτα κι ὁ ἅγιος κλειδοκράτορας χαμπάρι δὲν εἶχε. Τέλος ἄκουσε, ἀγριοβλαστήμησε δυὸ-τρεῖς φορές, σηκώθηκε τρέκλα-δίπλα καὶ ἄνοιξε νὰ μπάσῃ τὸν κουρελιάρη. Ὁ ναύκληρος δὲ χάνει καιρό, χώνεται μέσα. Ξυστὰ πάει σὲ μιὰν ἄκρη καὶ βλέπει ψηλὰ τὸν Παντοκράτορα νὰ κάθεται στὸ θρόνο του. Ἔλαμπε ὁ ἥλιος, ἔλαμπε