Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/161

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ὁ κάτω κόσμος159

κι’ ὁ θρόνος στὸ χρυσάφι καὶ τὶς διαμαντόπετρες. Δεξιὰ μεριὰ καθόταν ὁ Χριστὸς καὶ γύρω ἡ Δωδεκάδα, οἱ Ἀπόστολοι σὲ θρόνους μαλαματένιους. Παρακάτω ξαπλωμένοι στὴ χλωροσιὰ κάθονταν κοπάδια-κοπάδια οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ὅσιοι καὶ οἱ μάρτυρες. Γλεντοῦσαν ἐκείνη τὴν ὥρα! Εἶχαν φαγιά· μὰ τί φαγιά; πεντοβολοῦσε ὁ Παράδεισος. Κ’ ἔπιναν ἕνα κρασί—ρουμπίνι! Ὁ Δαβὶδ—ὁ Προφήτης ντέ!—ἔπαιζε τὴν κιθάρα καὶ τραγουδοῦσαν οἱ ἄγγελοι, κάτι παιδιά· ψυχή μου! Νὰ τὰ ἔβλεπε ὁ Μπίρας ἀποδῶ, θὰ σηκωνόταν τὸ πετσί του μιὰ πιθαμή. Κι ἔκαναν τέτοια σαλαλοὴ ποῦ τράνταζε ὁ Κάτω Κόσμος.

Ὁ ναύκληρος τὰ ἔβλεπε καὶ στενοχωριόταν ποῦ δὲν εἶχε κανένα γιὰ νά μιλήσῃ. Ἄρχισε νὰ βλαστημάῃ τοὺς διαβόλους ποῦ δὲν τὸν ἄφησαν στὴν Κόλαση. Τέλος δὲν κρατήθηκε. Πλησιάζει ἕνα γηραλέο ἅγιο καὶ τοῦ λέει μὲ σέβας.

— Δὲ μοῦ λές, πάτερ, Ἁγιαντώνη, ποῖος εἶνε κεῖνος ποῦ κάθεται κοντὰ στὸ Χριστό;

— Οὔ, παιδί μου! ἔκαμε ὁ ἅγιος· ἐκεῖνος εἶνε ὁ πάτερ Χαράλαμπος, ποῦ στὸν καιρὸ τοῦ μισόκαλου Σεβήρου εἶδε κι’ ἔπαθε γιὰ τὸν ἀφέντη τὸ Χριστό μας!

— Μπά! εἶπε ὁ ναύκληρος· περισσότερα ἔκαμες τοῦ λόγου σου. Ἐκεῖνος ἂν πάλαιψε, πάλαιψε μὲ τοὺς ἀνθρώπους· ἀμ’ ἐσὺ ποῦ τἄβαλες μὲ τοὺς διαβόλους; Τὸ ξέρω γώ· ἐρχόντουσαν τὴ νύχτα στὸ κελλί σου σὰν πεντάμορφες παρθένες καὶ σὺ τὶς ἔδιωχνες καὶ κοιμόσουν ὁλόγυμνος στὰ χιόνια γιὰ ν’