Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/154

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
152Λόγια τῆς πλώρης

— Δὲν πάω πουθενά, μωρέ· δὲν πάω πουθενά! Τὸ εἶπα ξάστερα τοῦ συγγενῆ μου. Ἢ μὲ τὸ καράβι ἢ ποτέ. Δὲν θὰ πάω λοιπὸν ποτέ.

Καὶ λύθηκε στὰ δάκρυα. Μὲ πῆρε καὶ μένα τὸ παράπονο, καθὼς εἶδα ἐκεῖνον τὸ θαλασσόλυκο νὰ κλαίῃ σὰν μωρὸ παιδί.

— Ἄς τα τόρα, καπετάνιε· τοῦ λέω. Τί φταῖς τοῦ λόγου σου; Ὅ,τι ἦταν νὰ κάμῃς τό καμες. Περισσότερο δὲν μπορούσες· ἦταν θέλημα Θεοῦ· τί νὰ γίνῃ; Συλλογίσου πῶς ἔχεις γυναῖκα πίσω, παιδιά…

— Γυναῖκα, παιδιά!… ψιθύρισε, σὰν νὰ τὸ ἄκουε γιὰ πρώτη φορά. Ἡ τύχη τους ἦταν καὶ κεινῶν. Φτώχηνα τρία σπίτια· τί θέλω νὰ ζήσω περισσότερο…

Ὡς τόσο σηκώθηκε ὀρθός.

— Τράβα, μοῦ λέει καὶ θἄρθω.

Τράβηξα· δὲν ἦταν νὰ χασομερίζω. Πέρασα βράχους, πήδησα λιθάρια, ἔπεσα, σηκώθηκα· ἔφτασα κάποτε σὲ μιὰ καλύβα. Ἧβρα ὅλους τοὺς ἄλλους γύρω στὴ φωτιά. Βρεμένους, ξεσκλισμένους, ματωμένους, γεροὺς ὅμως ὅλους.

Ὅλους ὄχι. Ὁ καπετὰν Δρακόσπιλος ἔμεινε στ’ ὀρθολίθι ὥς ποῦ τὸν ἔθαψε τὸ χιόνι. Δὲ γύρισε ἡ «Παντάνασσα», δὲ γύρισε καὶ κεῖνος ποτὲ στὸ Γαλαξίδι.