Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/153

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Κακότυχος151

περίγυρα ἄφριζε καὶ μάνιζε, λὲς ἤθελε νὰ ξερριζώσῃ τὰ πορολίθαρα. Ὁ ἄνεμος σφύριζε βλαστήμιες καὶ μοιρολόγια. Κανόνι βροντοῦσε πέρα τὸ κῦμα. Καὶ μᾶς ἔδερνε καὶ μᾶς ἔσπρωχνε καὶ μᾶς πελάγωνε, σὰν νὰ μᾶς εἶχε ἀντίδικους. Τὸ ξύλο ἔτριζε ἀπάνω στὸ βράχο, στέναζε, ἕνας-ἕνας τοῦ ἔφευγαν οἱ ἁρμοί, ἄνοιγε ἡ καρίνα, σκορποῦσαν τὰ δεσίματα. Ἕνα κῦμα ἔκοψε τὶς στραλιέρες. Ἄλλο κῦμα ξερρίζωσε τὸ πρυμιὸ κατάρτι μὲ ὅλα του τὰ ξάρτια. Τρίτο κῦμα ἄνοιξε τὸ λυγερὸ σκαφίδι του. Σχοινιὰ-μαδέρια στὰ κύματα· ναυαγοὶ στοὺς βράχους. Σὲ μιὰ ὥρα μέσα, κουρέλι ἔγεινε ἡ ὄμορφη «Παντάνασσα».

Τὸ χιόνι ἔπεφτε καὶ σαβάνωνε ὅλα, ναυαγοὺς καὶ ναυάγια· βράχους, πέτρες, χάλαρα! Κατατσακισμένος, πιάστηκα σὲ μιὰ σπηλάδα, σκαρφάλωσα ἀπάνω, ξέφυγα τοῦ κυμάτου. Τόρα δρόμο γιὰ καμμιὰ καλύβα, λίγη φωτιά. Ποῦ ἤμουν δὲν ἤξερα. Φωνάζω· ματαφωνάζω:

— Κώστα! Βασίλη!… Τάραρη!…

Τίποτα! ὁ βόγγος τοῦ πελάγου ἔπνιγε τὴ φωνή μου. Κάνω ἔτσι τὰ πόδια μου· πέφτω ἀπάνω σ’ ἕνα κορμί.

— Βρὲ κόφ’ τὸ κούτσουρο! κλωτσάω.

Τὸ κούτσουρο ἦταν ὁ καπετὰν Δρακόσπιλος. Καθισμένος στὸ λιθάρι δὲν ἔβγαζε μιλιὰ μόνον κοίταζε τὴ θάλασσα ποῦ ἔσερνε συντρίμμια στὰ πόδια του τὰ λείψανα τοῦ μπάρκου.

— Τί κάνεις ἐδῶ, καπετάνιε; τοῦ λέω. Σήκω καὶ πλακώνει τὸ σκοτάδι. Ἐδῶ θὰ μᾶς θάψῃ τὸ χιόνι.

Γυρίζει καὶ μοῦ ρίχνει ἀγριεμένο βλέμμα.