Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/155

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ο ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΣ


ΑΓΝΩΣΤΟΣ μένει ὁ ναύτης ποῦ μᾶς ἔκαμε τὸ μεγάλο καλό. Ἄγνωστος καὶ ἀδοξολόγητος, ὅπως γίνεται καὶ μὲ τοὺς φτωχοὺς ἁγίους. Παντοῦ ἡ τύχη ποῦ ἀνάθεμά τη! παντοῦ ἡ τύχη! Μὰ ἐγὼ ἂν ἤξερα τ’ ὄνομά του θὰ τοῦ ἄναβα περισσότερα κεριὰ ἀπ’ ὅσα ἀνάβω κάθε χρόνο στὸν Ἅϊ Νικόλα. Τοῦτος μᾶς σώνει — ὄχι καὶ τόσο συχνὰ — ἀπὸ τὶς φουρτοῦνες. Ἐκεῖνος ὅμως μὲ μιά του μαστοριὰ μᾶς ἀπάλλαξε σύγκαιρα ἀπὸ τοὺς διαβόλους τῆς Κόλασης καὶ ἀπὸ τοὺς ἅγιους τοῦ Παράδεισου, ποῦ θαρρῶ δὲν ἔχει καὶ μεγάλι διαφορά. Δὲ λέω πῶς μοῦ ἀρέσει νὰ βλέπω τοὺς διαβόλους μὲ τὰ στριμμένα κέρατα, τὶς μακριὲς οὐρὲς καὶ τὰ σπαθωτὰ νυχοπόδαρά τους. Οὔτε τὰ λυσσασμένα οὐρλιάσματά τους θέλω ν’ ἀκούω, σὰν καμακίζουν ἄγρια καμμιὰ ψυχή, οὔτε τὸ χόχλο τοῦ κατραμιοῦ ποῦ βράζει στὰ Ἑφτὰ Καζάνια, οὔτε τοὺς δαρμοὺς καὶ τοὺς θρήνους τῶν κολασμένων. Μὰ κι’ ἡ συντροφιὰ τῶν Πατέρων — τὴν εὐχή τους νἄχω — μὲ τὰ κομπολόγια καὶ τὰ λιβάνια, καθὼς κι ἡ ἀσύγκριτη ξαστεριὰ τοῦ Παράδεισου, δὲ μοῦ πολυαρέσει. Τὶ θὲς — τὶ γυρεύεις; Καλύτερα ὅπως τὰ κατάφερε ὁ μακαρίτης. Ἔστησε χωριστὰ τὸ τσαντῆρί