Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/152

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
150Λόγια τῆς πλώρης

χαθῇ ἕνα ὄμορφο πλεούμενο, καρφὶ δὲ σοῦ καίγεται! Καλὰ τὸ λοιπόν· κάμε ὅ,τι δύνασαι· θὰ κάμω καὶ γῶ ὅ,τι μπορῶ.

Ἅρπαξε τὸ κόνισμα ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ παιδιοῦ, τὸ ἔδεσε στὸ κατάρτι καὶ μὲ τὸ βρωμερὸ παπάζι ἄρχισε νὰ δέρνῃ τὸν ἅγιο.

— Κάμε λοιπὸν τὸ θᾶμα σου, κάμε το· τί κάθεσαι; φώναζε κι’ ἔτρεμε ὁλόκορμος.

Ἐγὼ ἀπὸ ψηλὰ ἔβλεπα κάτω καὶ τρόμαζα περισσότερο τοῦ καπετάνιου τὸ κάμωμα παρὰ τοῦ καιροῦ τὴ λύσσα. Τόρα δὲν ἦταν ἔξω, ἦταν μέσα στὸ καράβι ὁ δαίμονας. Δαίμονας ὁ θυμὸς ποῦ ἔσπρωχνε τὸν Δρακόσπιλο νὰ κριματίσῃ, νὰ βρίσῃ ἔτσι τὸ δυνατὸ προστάτῃ τοῦ ναυτόκοσμου. Ἐκεῖνος πάντα στάθηκε κυβερνήτης τοῦ ξύλου. Ἐκεῖνος ἦβρε πρῶτος τὸ τιμόνι κι’ ἔσωσε τὸ πλεούμενο ἀπὸ τοῦ διαβόλου τὴν ἐπιβουλή. Καὶ μεῖς τόρα τὸν κάναμε θανάσιμο ἐχθρό. Ποιά ἡ τύχη μας;

— Τίποτα! ἑτοιμάστηκα νὰ φωνάξω πάλι.

Μὰ τὴν ἴδια στιγμὴ μέσα ἀπὸ τὰ σύθαμπα, εἶδα νὰ προβάλῃ σὰν ἀράπικο κεφάλι μιὰ κοτρώνα κατάμαυρη. Πρόβαλε ἀργοκίνητη καὶ μουλωχτή, λὲς καὶ τοιμαζόταν νὰ ριχτῇ ἀπάνω μας.

— Ξέρα μπροστά!… φωνάζω μὲ ὅλη μου τὴ δύναμη.

— Τὸ τιμόνι στὴ μπάντα! προστάξει ὁ καπετὰν Δρακόσπιλος.

Ὡς ποῦ νὰ εἰπῇ τὸ «τιμόνι στὴ μπάντα» ἡ πλώρη τῆς «Παντάνασσας» καρφώθηκε στοῦ βράχου τ’ ἀγριόδοντα. Καρφώθη καὶ σταμάτησε ξύλο νεκρό. Τὸ νερὸ