Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/151

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Κακότυχος149

— Τίποτα! φωνάζω.

— Ἄλλα δυὸ κεριά, μωρέ! πρόσταξε πάλι ὁ καπετάνιος. Ἄναψε καὶ τὸ καντῆλι· ἄναψέ τα ὅλα στὴ χάρη του.

Τοῦ κάκου! Ὁ ἅγιος δὲ βοηθοῦσε. Ὁ χιονιᾶς ὅλο καὶ δυνάμωνε. Ἡ θάλασσα βρουχιόταν καὶ ἄφριζε καὶ τίναξε τὰ κύματά της ἕνα μὲ τὸ ἄλλο ἀπάνω μας. Ἤμουνα μούσκεμα καὶ δὲν ἤξερα ἄν ἤμουν ἀπὸ τὴ θάλασσα ἢ ἀπὸ τὸν οὐρανό.

— Τίποτα! ματαφώναξα.

— Ἔτσι; εἶπε ὁ καπετάνιος μὲ θυμό· καλά! φέρε τὸ κόνισμα.

Τίναξε σύγκερα τέτοια ἀγριοβλαστήμια ποῦ καὶ τὸ ξύλο ἀκόμη ἀνατρίχιασε.

Τὸ ναυτόπουλο ἔφερε τρέμοντας τὸν Ἁϊνικόλα στὸν καπετάνιο. Ὁ ἅγιος μὲ τὴ σεβαστὴ γενειάδα του, στὸ ἀργυρὸ φαιλόνι τυλιγμένος, μὲ τὴν κορώνα λιθοκόσμητη στὸ κεφάλι, ἦταν ἀτάραχος σὰν νὰ μὴ γινόταν τίποτα γύρω του. Οὔτε φουρτοῦνες, οὔτε ἀγριοκαίρια χαμπέριζε. Ὁ καπετὰν Δρακόσπιλος ἄναψε περισσότερο.

— Ἔτσι ἔ; τοῦ εἶπε ἀναμπαιχτικά, στεκάμενος ἀντίκρυ του· δὲ δίνεις χέρι καὶ σύ! Τρῶς τὸ λάδι μου, καταλεῖς τὰ κεριά μου, δέχεσαι τὸ θυμιάμα καὶ τὰ γονατίσματα τοῦ φτωχόκοσμου, καὶ τὴν ὥρα ποῦ σὲ χρειάζεται δὲ λὲς καὶ σὺ νὰ βοηθήσῃς. Σύντροφος λοιπὸν μὲ τὴν τύχη μου καὶ σύ· κόντρα καὶ σύ! Μὰ πῶς θὰ χαθοῦν τόσες ψυχές, πῶς θὰ κλείσουν τόσα σπίτια, πῶς θὰ πεινάσουν τόσα στόματα, πῶς θὰ καταντήσῃ ἕνας χοντρονοικοκύρης ζητιάνος, πῶς θὰ