Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/128

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
126Λόγια τῆς πλώρης

χυλα καὶ νὰ κινῶ τῆς καμπάνας τὸ γλωσσίδι μὲ δύναμη, λὲς κ’ ἤθελα νὰ τὴ σπάσω.

— Μπού!… Μπού!… Ντάγκ!… ντὰγκ-ντάγκ!…

Ἐκείνη τὴν ὥρα ἀκούω τὸν καπετάνιο μὲ φωνὴ πεισμωμένη, νὰ κράζῃ κοντά του τὸ μικρὸ ναυτόπουλο. Ἀπελπίστηκε ἀπὸ τὸν ἄνεμο καὶ σκέφτηκε τοῦ Ἐπιτάφιου τὸ κερί. Σὲ κεῖνο δὲν ἀντιστέκεται ἡ καταχνιὰ οὔτε στιγμή. Τὸ ναυτόπουλο ἦταν ὁ μικρότερος κι’ ὁ ἀθῳότερος μέσα στὴ γολέτα. Νίφτηκε ἀμέσως, φόρεσε τὰ γιορτινά του, ἔβαλε τὸ κερὶ μ’ εὐλάβεια σ’ ἕνα κουτάκι, τὸ ἄναψε καὶ τὸ ἀπίθωσε μὲ μιὰ κλωστὴ κάτω στὰ νερά.

— Λύτρωσέ μας, Χριστέ, ὅπως λύτρωσες τόν κόσμο! δεήθηκε.

Στὴ στιγμὴ — τ’ ὁρκίζομαι — στὴ στιγμὴ ἔρχετ’ ἕνα φύλλο καὶ σαρώνει ἀπὸ τὴ γολέτα τὴν ἀντάρα. Τὴν κουρέλιασε, τὴν ἔσπρωξε στὶς σκοτεινὲς σπηλιὲς σὰν κατάδικο. Ὁ ἥλιος χρύσωσε τόρα τὰ σίδερα, διαμαντοστόλισε τὰ σχοινιά, βερνίκωσε τὸ μπαστοῦνι, τὰ κατάρτια, τὶς σταύρωσες· ἔδειξε νοτισμένα ξύλα καὶ πανιά. Ἀλοί! Ἔδειξε κ’ ἕνα ἀντρόγυνο ποῦ γλυκοφιλιόταν δίπλα στὸν ἀργάτη.

Δὲν πρόφτασα νὰ καλοκοιτάξω κι’ ἀκούω πίσω μου τέτοιο βόγγο, ποῦ νόμισα πῶς τὸ στοιχειὸ τῆς θάλασσας χύθηκε νὰ μᾶς καταπιῇ. Δὲν ἦταν τὸ στοιχειό· ἦταν ὁ καπετάν Παλούμπας· ἔτρεξε ἀπὸ τὸ κάσαρο κακὸ δρολάπι ἀπάνω τους. Ἐκεῖνοι, καθὼς ἄκουσαν τὸ βόγγο του, κατάλαβαν πῶς τὰ μεταξοσέντονα τοὺς πρόδωσαν. Τινάχθηκαν ντροπιασμένοι.

— Ἔλα! φωνάζει ὁ γραμματικός. Ἔλα μαζί μου!