Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/129

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ἡ καπετάνισσα127

Καὶ μὲ τὸ λόγο πηδᾷ στὴ θάλασσα. Ἔκαμε νὰ ἀκολουθήσῃ τὸ Λενιώ. Ἀλλὰ μόλις ἀντίκρυσε τὸ κῦμα πισωπάτησε ὁλότρεμη. Πλάκωσε τότε ὁ καπετὰν Παλούμπας κι ἅπλωσε τὴν χοντρόχερά του στά χρυσᾶ μαλλιά. Δὲν πρόφτασε. Βρόντος ἀκούστηκε καὶ τινάχθηκαν ξύλα κι’ ἀνθρῶποι στὴ θάλασσα. Τὸ Ἀράπικο τρέχοντας νὰ κερδίσῃ τὸ δρόμο του, ἦρθε σωτῆρας τῆς λυγερῆς καὶ σκόρπισε πανιὰ-μαδέρια τὴν «Κυραδέσποινα». Τί ἀπόγινε ὁ γραμματικός; πῶς σώθηκε ἡ ἐρωταριά; Δὲν ξέρω τίποτα. Μπορεῖ νὰ χαίρονται κάπου τὴ ζωή, ὅπως τὴν ὀνειρεύθηκε ὁ καπετὰν Παλούμπας. Ἐκεῖνον ὅμως τὸν εἶδα σακατεμένο, ἄγριο, μελαγχολικὸ στὸ περιγιάλι. Τίποτα πιὰ δὲν ἔβρισκε κανεὶς νὰ τοῦ παινέψῃ.

Πάει κι’ ἡ καλὴ καρδιά, πάει κ’ ἡ γλήγορη γολέτα, πάει κ’ ἡ ὄμορφη γυναῖκά του.