Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/127

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ἡ καπετάνισσα125

— Γιατὶ ἔτσι πάντα; ρωτάει τοῦ γραμματικοῦ ἡ φωνή, τρυφερὴ καὶ κείνη.

— Γιὰ νὰ εἴμαστε οἱ δυὸ μονάχοι, οἱ δυό μας σ’ ὅλον τὸν κόσμο!… Καὶ γύρω μας μεταξοσέντονα, ὅπως τόρα· μεταξοσέντονα μὲ χρυσὲς οὔγιες, μὲ δαντελένιες ἄκρες, μὲ στημόνι ἀπὸ δροσιά. Γύρω κι’ ἀπάνω καὶ κάτω μας μεταξοσέντονα σὰν αὐτά, ποῦ δὲν τὰ γνώρισε ἀργαλιός, ποῦ δὲν τὰ ὕφανε ὑφάντρα. Μεταξοσέντονα σὰν αὐτὰ ποῦ τ’ ἅπλωσε στῆ θάλασσα νεράϊδας χέρι, νὰ κρύψουν στὶς χαρές τους ἐσέ, καλέ μου, κ’ ἐμὲ τὴ σκλάβα σου!…

Ἄνοιξα τὰ μάτια διπλᾶ· τίποτα δὲν ἔβλεπα. Ἡ καταχνιὰ ἔσφιξε πάλι καὶ θάμπωσε καὶ σκέπασε ὅλα μὲ μυστήριο. Χάθηκε ἡ Ρούμελη, ἔσβυσε ἡ θάλασσα, πᾶνε τὰ καράβια, ποῦ γύρευαν τὴ γραμμὴ τους· ἔσβυσε καὶ τ’ Ἀράπικο ποῦ ἔτρεχε πρὶν καταπάνω μας. Καὶ μέσα στὸ σταχτόμαυρο πλοκὸ πύρινα φίδια, οἱ σαγίτες, ἔφευγαν ψηλὰ μὲ βραχνὸ σύφριγμα, μὲ τρελλὴ γοργάδα, ἐκουφοβρόντουν ψηλά, ἔβρεχαν καντήλια περαδῶθε, λὲς κ’ ἤθελαν νὰ ἱστορήσουν στ’ ἀστέρια τὴ μοῖρά μας. Ὄχι στὴν πλώρη· μήτε δίπλα μου δὲν ξεχώριζα τίποτα. Τὸν κελαηδισμό τους μόνον ἄκουα καὶ κεῖνον κομματιαστό, πνιγμένο, σὰν νὰ ἐρχότανε ἀπὸ πηγάδι μέσα.

Δαίμονας μ’ ἔπιασε νὰ πάω κοντά. Ἔλα ὅμως ποῦ δὲ μποροῦσα ν’ ἀφήσω τὴ θέση μου. Ἔπρεπε ν’ ἀπαντάω καὶ γὼ κάθε δυὸ λεφτὰ στὸν ἀλαλαγμό. Ἤμουν ἐκείνη τὴν ὥρα ἡ φωνὴ τῆς γολέτας· ἡ ψυχή της ἤμουν. Καὶ ξακολούθησα ταχτικὰ νὰ φυσῶ τὸν κό-