Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/126

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
124Λόγια τῆς πλώρης

τωνες στ’ ὄργανό μου, ἡ καταχνὰ σηκώθηκε ἀπὸ τὴ Ρούμελη. Φάνηκαν τόρα οἱ πλαγιὲς πράσινες, τὰ χτίρια ροδισμένα, τ’ ἀκρογιάλια γελαστά, κατάγλαυκη ἡ θάλασσα. Ὁ ἥλιος χρυσόθρονος ἀνέβαινε σπέρνοντας παντοῦ στὸ χόρτο καὶ τὸ λιθάρι, στὸν ἄμμο κα τὰ νερὰ σωρὸ τὶς διαμαντόπετρες. Τὰ πλεούμενα μὲ κατάβροχα πανιά, φρόντιζαν νὰ πιάσουν τὴ γραγμή τους. Καὶ κάτω ἐκεῖ, ἀπὸ τὸ στενὸ τῆς Μάδυτος, πρόβαλλε τρεχᾶτο, σὰν νὰ ἔκοψε τὶς ἁλυσίδες του, τὸ Ἀράπικο βαπόρι ἐρχάμενο καταπάνω μας.

Μὰ ἡ «Κυραδέσποινα» ἀρμένιζε ἀκόμη στὸ σύθαμπο. Γύρω μας καὶ στὴν Ἀνατολὴ ἀντίκρυ, ἔστεκε ἡ καταχνιὰ σκοταδερή, ἀέρινος Καύκασος, σὰν νὰ μᾶς εἶχε πεῖσμα. Μονάχα δυὸ τρεῖς φορὲς ὁ ἥλιος λόγχισε τ’ ἀδυνατώτερα μέρη κ’ ἔδειξε τὴ φυλακή μας ἀσημοχρύσωτο κρύσταλλο. Κάτω στὰ νερὰ μονοπάτι φιδωτὸ ἔδενε τὰ δυὸ ἀκρογιάλια. Μὰ ἐγὼ ξακολουθοῦσα πάντα νὰ ρίχνω μὲ τὸν κόχυλα καὶ τὴν καμπάνα μου βουὴ καὶ κλάγγασμα στὸν ἀλαλαγμὸ καὶ τὸ θρῆνο.

— Μπού!… μπού!… Ντάγκ!… ντὰγκ-ντάγκ!…

Μιὰ στιγμὴ κάπως ἄκουσα ψιθυρίσματα στὴν πλώρη κατάνακρα. Βάνω τ’ ἀφτί μου. Ἕνα γέλιο μικρό, γαργαλιστικό, γνώριμο γέλιο ἔρχεται νὰ μοῦ παγώσῃ τὴν καρδιά. Καὶ μιὰ φωνίτσα μασσημένη, κελαηδιστὴ ἀκούω νὰ λέῃ:

— Ἄχ, τί καλά!… Τί ὄμορφα… Ἔτσι πάντα!… ἔτσι πάντα!… αἰώνια ἔτσι!…

Ἦταν ἡ φωνὴ τῆς καπετάνισσας.