Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/125

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ἡ καπετάνισσα123

Σφύριζα μιὰ καὶ δεκαείκοσι ἀπαντοῦσαν στὸ σφύριγμά μου. Μπουροῦδες ἐμπρός, καμπάνες πίσω, δεξιὰ σφυρίχτρες, ἀριστερά μας σήμαντρα. Κέρατα, ὄστρακα, ξύλα, μέταλλα καὶ ἀνθρώπινα λαρύγγια δὲ βροντοφωνοῦσαν ἄλλο μὲ κάθε τρόπο, βραχνά, παραπονιάριακα εἴτε ἀπειλητικά, παρὰ τὴν τρομερὴ προσταγή:—Σταθῆτε!… Φυλαχτῆτε!… Μὴ καὶ τρακάραμε!… Ὅλοι τὸ ἔλεγαν καὶ τὸ ἔνιωθαν ὅλοι νὰ πέφτῃ χιονοβολὴ στὴν ψυχή τους. Καὶ μονάχα ἡ καταχνιὰ ἀδιάφορη, ἐπίμενε νὰ συσμίγῃ τοὺς ἀτμοὺς κρύους καὶ νὰ τυλίγῃ, νὰ τυλίγῃ τὰ τόσα τέρατα ποῦ βρουχιόνταν περίτρομα στοὺς κόρφους της.

Ἄξαφνα βλέπω κάτω ἀσημοστρωμένη τὴ θάλασσα. Μπουλοῦκι θαλασσοπούλια πέταξαν, λὲς ἀπὸ τὴν πλώρη μας, ἁπλώθηκαν γραμμὴ ὁλότρεμη, ξύρισαν μὲ τὸ φτερὸ τὰ νερά, χάθηκαν πέρα σὰν μαῦρο φίδι μακρύτατο, ποῦ φεύγει τὴ φωτιά. Καὶ ζερβόδεξα, φαντάσματα νὰ κατεβαίνουν ἀπάνω μας, πανιὰ καὶ ξάρτια καραβιῶν, ποῦ ἔτρεχαν αἰθεροπλανημένα, θαρρεῖς, νὰ βροῦν τὸν πόρο τους. Οἱ ναῦτες τυλιγμένοι στὴν καταχνιὰ μόλις ξεχώριζαν, ψυχὲς ἀνεμοκίνητες ποῦ ταξειδεύουν στὸ χάος. Ἔτρεχαν καὶ κεῖνοι ξερβόδεξα, κοίταζαν ὀλύγυρά τους, κάτω στὰ νερὰ κι ἀπάνω στὸν ἀέρα, μὴν ξεβράσῃ κακὸ ἤ θάλασσα καὶ μὴ βρέξῃ χάλαρα ὁ οὐρανός. Ἔτρεχαν καὶ φώναζαν καὶ σφύριζαν δαιμονισμένα:—Σταθῆτε!… Φυλαχθῆτε!… Μὴ καὶ τρακάραμε!…

— Μπού!… μπού!… Ντάγκ!… ντὰγκ-ντάγκ!…

Φυσῶ καὶ γὼ τὸν κόχυλα καὶ τινάζω τὸ γλωσσίδι τῆς καμπάνας ξετρελλαμένος. Σὰν νὰ φύσηξαν Τρί-