Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/124

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
122Λόγια τῆς πλώρης

πεταγόταν ἀπάνω καὶ μέριαζε τὸ καραβόπανο φωνάζοντας τρομαχτικά:

— Παναγία, βόηθα!… Παναγία, βόηθα!…

Κ’ εὐθὺς ποῦ δροσόλουζε τὸ καράβι μὲ τὴ ματιά της, γύριζε πίσω γελαστά, κ’ ἔλεγε στὸν τρομαγμένον ἀφέντη της:

— Τίποτα, καλέ! τίποτα… Ἔλεγα πῶς ἦταν βαπόρι νὰ μᾶς κόψῃ…

Ἔτσι ξημερωθήκαμε μιὰ μέρα μπρὸς στὴν Καλλίπολη. Νὰ εἰπῶ τὴν ἀλήθεια ξημέρωσε ἡ μέρα κι’ ὄχι ἐμεῖς. Ἡ «Κυραδέσποινα» στὸ σύθαμπο ἀρμένιζε ἀκόμη. Πυκνὴ καταχνιὰ πλάκωνε τὰ Μπουγάζια κι’ οὔτε θάλασσα, οὔτε στεριά, οὔτε δέντρο μᾶς ἔδειχνε. Μόνον μιὰ στιγμή, μιὰ μοναχὴ στιγμή, δεξιά μου φάνηκε ἕνας μιναρές, κάποιο σπιτάκι, ἕνας μύλος μὲ ἀνοιγμένες φτερωτές, κάτι ἀληθινὸ καὶ ψεύτικο! Χρυσὸ τρεμόφεγγε τὸ μισοφέγγαρο τοῦ μιναρέ· ἔσβηνε καὶ θάμπωνε, ἔλαμπε κ’ ἔσβυνε. Τὸ σπιτάκι παραφουσκωμένο πισωπατοῦσε, μουλωχτὰ ἔφευγε. Οἱ φτερωτὲς τοῦ μύλου ἀκίνητες, πεῖσμα ἔδειχναν καὶ τὸ ξάφνισμα ἑνοῦ δράκου. Σύντροφοι ὅμως ἦταν καὶ τοὺς κοίταζα μὲ ψυχοπόνια. Μὰ ζηλιάρα ἡ καταχνιὰ ἔσυρε καὶ κεῖ τὴν ὑγρὴ σκέπη της, μᾶς ξεμονάχιασε στὴ γολέτα.

Καθένας ἔπιασε τόρα τὴ θέση του. Ὁ καπετὰν Παλούμπας κοντὰ στὸ τιμόνι· ὁ γραμματικὸς ὀρθὸς στὸ τσιμποῦκι· οἱ ἄλλοι ναῦτες ζερβόδεξα στὶς κουπαστές· τὸ ναυτόπουλο στὸ κορζέτo ψηλά· ἐγὼ μὲ τὸν κόχυλα καὶ τὸ γλωσσίδι τῆς καμπάνας στὰ χέρια.

— Μπού!… μπού!… Ντάγκ!… Ντὰγκ-ντάγκ!…