Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/123

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ἡ καπετάνισσα121

— Ἔ, καλὸ γραμματικοῦδι· δὲ μὲ παίρνετε μοῦτσο σας;

Καὶ ξεχνιότανε κοιτάζοντάς τον μὲ τὰ μάτια γλαρὰ, μὲ τέτοιο ἀνάδεμα τῶν χειλιῶν, ποῦ ἔλεγες ἦταν μέλισσα κ’ ἔτρεχε νὰ κολλήσῃ σὲ γλυκόχυμο ἀνθό. Μὰ ἀμέσως ξαφνισμένη ἀπὸ τὸ κάμωμά της.—Σούτ! σφύριζε, βάζοντας τὸ ροδοδάχτυλο στὰ διψασμένα χειλάκια της καὶ βλέποντας ὁλόγυρα-σούτ! μὴ μᾶς ἀκούσῃ ὁ γέρος!…

Καὶ λέγοντας σούτ! ἔβαζε κάτι γέλια, κάτι τρελλούτσικα, πεταχτά, κυματιστὰ γέλια, ποῦ καὶ νεκρὸ μποροῦσαν ν’ ἀναστήσουν. Ἀλλὰ σὲ λίγο τὸ γκούχ! γκούχ! ἐσαχλοβρόντα μέσα στὴν κάμαρη κ’ ἡ Λενιὼ ἔσβυνε πίσω στὸ κάσαρο. Ἔκλειγε τότε ἡ πύλη τῆς Παράδεισος κ’ ἔμεναν ὄξω ταπεινοὶ καὶ περίλυποι οἱ ἐξόριστοι δαίμονες. Ἐδῶ ἀνάτελλε καὶ κεῖ φώτιζε ἡ μέρα. Γέλια ἐκεῖ, τραγούδια καὶ μπουζούκια· βάσανα ἐδῶ, δουλειὰ καὶ καταφρόνια. Ὁ μποῦφος σφιτχοκρατεῖ στὰ νύχια τὴν ἄδολη τρυγόνα· ἐλεύθερος ἀναγυρίζει τὰ φτερά της· ψηλαφᾷ τοὺς κόρφους, μαδᾶ λυσσάρης τὰ μεταξένια πούπουλα, σφίγγει την καὶ πνίγει στὰ νεκρὰ στήθη του. Δὲ φτάνει πιὸ σὲ μᾶς παρὰ τὸ σβυμένο γέλιο της. Τὸ γέλιο ποῦ φορτώνει μολύβι τὴν καρδιά, τὸ αἷμα φέρνει στὸ κεφάλι μας. Ἔτσι τὴ συνηθίσαμε πάντα μαζί, ποῦ πίστεψε καθένας πῶς ἡ γυναῖκα κείνη ἦρθε νὰ σκορπίσῃ σὲ ὅλους τὴ χάρη της κι ὄχι σ’ ἕνα μοναχά. Ἔτσι φαίνεται τὸ συνήθισε καὶ κείνη. Γιατί ἄξαφνα, ἐκεῖ ποῦ τριβότανε σὰ χαϊδεμένη γάτα κοντὰ στὸν καπετάνιο,