Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/122

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
120Λόγια τῆς πλώρης

— Ἀπὸ τὴν ἄκρη τοῦ κάσαρου δὲν ἔχεις νὰ κάμῃς βῆμα! τῆς εἶπε ὀρθὰ-κοφτά.

Καὶ γιὰ νὰ βάλῃ σύνορο, ἅπλωσε στὸ ξύλο, ποῦ κρατᾷ τοὺς κουβάδες, ἕνα καραβόπανο. Χωρίστηκε ἔτσι σὲ δυὸ ἡ γολέτα. Ἐδῶ ἡ Κόλαση· ἐκεῖ Παράδεισος. Ἐκείνη θύμωσε.

— Παλιόγερε! ψιθύρισε πεισματικά· παλιόγερε! Μὲ πῆρες περιστέρι ἀπὸ τὸν κόρφο τῆς μάννας μου καὶ κοντέβεις νὰ μὲ κάμῃς κουρούνα μὲ τὶς γρίνιες σου.

Καὶ λύθηκε στὰ δάκρυα. Μὰ δὲ βάσταξε πολύ. Σὲ λίγο πάλι τὰ γέλια καὶ τὰ χάχανα. Σβούρα πάλι ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη στὸ κατάστρωμα. Τὸ μεσοτοῖχι, ποῦ πίστεψε ἀκλόνητο ἐκεῖνος, ἔγεινε μαγνάδι στὴ θέληση τῆς γυναῖκας. Τὴν κονταυγὴ, ὅταν ὁ καπετάνιος ξενυχτισμένος βαρυρροχάλιζε στὴν κάμαρη, ξέφευγε ἀχτῖνα ἀπὸ τὸ πλευρό του κ’ ἐρχότανε νὰ πλύνῃ μαζί μας τὸ κατάστρωμα. Ὠχρόδροση σὰν αὐγινὴ μοσκιά, μὲ τὰ χρυσόμαλλα κυματιστὰ στὸν ἄνεμο, μὲ τὸν ἄσπρο σάκκο ἀφρόντιστα κουμπομένο καὶ τὸ κόκκινο μεσοφόρι σφιχτοσηκωμένο στὰ γόνατα, τσαλαβουτοῦσε στὰ νερὰ κ’ ἔτριβε τὰ σανίδια ξαναμένη, τρελλή. Μέσα στὰ σμιχτὰ φορέματα τὸ λιγερὸ κορμὶ λαχταριστὸ κι’ ὁλότρεμο, ἔδερνε τὴν ψυχή μας. Κάτω ἀπὸ τὰ χυτὰ μαρμαροτράχηλα ἀνέτελλε αὐγερινὸς τὸ στῆθος της· καὶ κάτω ἀπὸ τὸ μεσοφούστανο—π’ ἀνάθεμάτο!—οἱ γάμπες τορνευτές, τὰ τριανταφυλλένια ἀκροδάχτυλα, ἔφευγαν περιστέρια στὸ νερό. Ἐκείνη ὅμως, ἀδιάφορη ἔτριβε μὲ πάθος τὰ σανίδια καὶ κάθε τόσο ἀργυρογελῶντας ἔλεγε στὸν Πέτρο Ζούμπερο: