ποῦ κρέμονται ἀπάνω ἀπὸ τὴ χούνη τοῦ Λαχιοῦ· ἄλλα τρία ρίχνει στὸ Κοῦνο, ψηλὰ στὸ Παραδεῖσι· καὶ τὸ φοβερώτερο, μὲ βρισιὲς κι’ ἀναθέματα, γυρίζει καὶ τὸ ρίχνει στὸν πάτο τῆς θάλασσας, ἀντίκρυ στὸ Τσιρῖγο.
Γιὰ τοῦτο σᾶς λέω, τὶς φορτοῦνες τοῦ Καβομαλιᾶ δὲν τὶς κάνουν ἀνέμοι! Ἀκοῦτε μένα· τὶς κάνουν τὰ στοιχειά!…»
Ὁ Γιαννιὸς ὁ Χούρχουλας, ὅταν τελείωσε, γύρισε περήφανο βλέμμα νὰ ἰδῇ τοὺς συντρόφους του. Πρίν, ἀφαιρεμένος στὴ διήγησή του, δὲν εἶδε τὰ χαμόγελα οὔτε τὰ κρυφονοήματά τους. Μὰ τόρα τοὺς βλέπει ὅλους γύρω νὰ κοιμῶνται καὶ νὰ ροχαλίζουν. Δρόλαπας τὸν πλάκωσε ὁ θυμός. Μὲ τοὺς ἴσκιους λοιπὸν μιλοῦσε τόσην ὥρα! Ἀναψοκοκκίνησε, τινάχθηκε ὀρθὸς κι’ ἁρπάζοντας τὴ σκάλα ἠθέλησε ν’ ἀνεβῇ, βρίζοντας θεοὺς καὶ ἀνθρώπους. Ἀλλὰ οἱ ναῦτες ξύπνησαν μὲ μιᾶς, ἔσκασαν δυνατὰ γέλια κι’ ὁ θερμαστής, τὸ πειραχτήριο τοῦ Γιαννιοῦ, τὸν ἀκολούθησε φωνάζοντας του:
— Ἄλλο ἕνα Γιαννιέ!… ἄλλο ἕνα καὶ σώνει σου!…