Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/115

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Καβομαλιᾶς113

χόρτο τους· τ’ ἀγρίμια κλείσθηκαν στὶς μονιές τους· ἄδειασαν τὰ βουκολιὰ καὶ τὰ βαλμαδιά· καὶ τὰ γιδοπρόβατα τοῦ Σαρίγκαλου τοῦ πλούσιου ἀρχιτσέλιγκα τοῦ Καβομαλιᾶ, συνεπῆραν τὰ μαντριὰ καὶ γκρεμοτσακίστηκαν στὴ θάλασσα.

Ὁ γέροντας πῆγε νὰ σκάσῃ ἀπὸ τὸ θυμό του. Ὅλα τὰ ξόρκια εἶπε, μὰ κανένα δὲν πετύχαινε. Τὰ ξωτικά, ποῦ ἄλλοτε ἔτρεχαν συμμαζωχτὰ σὰ σκυλιὰ στὰ πόδια του, τόρα γύριζαν καὶ τὸν περιγελοῦσαν, τοῦ τραβοῦσαν τὰ γένεια κ’ ἔπλεκαν πλεξίδες ἄλυτες τὰ μακριά του τὰ μαλλιά. Καὶ κεῖνος δὲ μποροῦσε νὰ καταλάβῃ τί ἔτρεχε· τάχα γιατί τὰ μάγια του ἔχαναν τόσο τὴ δυναμή τους; Ἔπεσε στὴ σκέψη κι’ ἄρχισε ν’ ἀνασκαλίζῃ μὲ τὸν νοῦ τὰ περασμένα.

— Μπρέ! εἶπε ἄξαφνα κτυπῶντας τὸ μέτωπό του. Τόρα φωτίσθηκε. Ναί, τόρα θυμήθηκε πῶς μιὰ στιγμή, ὅταν ἡ μπεοπούλα ἔμενε ἀκίνητη ἐμπρός του, βλέποντας τὸ χυτὸ κορμὶ ἔκραξε ἀστόχαστα:

— Μωρὲ μῆλο γιὰ δάγκωμα!

Κ’ ἔσυρε τὸ τρεμάμενο χέρι του γλυκὰ κι’ ἀνάλαφρα ἀπάνω της. Μὲ τοῦτο ὅμως ὁ γέροντας μολεύθηκε, καὶ μολεμένου ἀνθρώπου δὲν πιάνουν τὰ μάγια ποτέ! Ἄρχισε τόρα νὰ κλαίῃ καὶ νὰ μύρεται. Τέλος δεήθηκε στὸ Θεό, ἀκόμη μιὰ φορὰ νὰ πιάσουν τὰ μάγια του, γιὰ νὰ σώσῃ τὸν τόπο ἀπὸ τὰ ξωτικά. Ὁ Θεὸς τὸν ἄκουσε· καὶ μ’ ἕνα λόγο συνάζει ὁ μάγος τὰ φουσᾶτα καὶ σὰν νὰ ἔρριχνε θανάσιμους ὀχθρούς, τὰ διασκορπίζει περίγυρα. Τρία ρίχνει στὶς Νεραϊδοσπηλιές, κάτι σταχτιὲς πέτρες