Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/117

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ


TΟΝ καπετάνιο μας ὅλοι τὸν ἐμακάριζαν γιὰ τὴν καλὴ καρδιά, τὴ γλήγορη γολέτα καὶ τὴν ὄμορφη γυναῖκά του. Οἱ προξενῆτρες στὸ νησὶ γιὰ νὰ παινέψουν τὸ γαμπρὸ ἔλεγαν: Καλόγνωμος σὰν τὸν καπετὰν Παλούμπα. Οἱ ναυτικοί, ὅταν ἤθελαν νὰ συστήσουν κάποιο καράβι: Καλοτάξειδο σὰν τὴ γoλέτα τοῦ καπετὰν Παλούμπα. Κ’ οἱ νέοι, ὅταν μιλοῦσαν γιὰ τὴν ἀγαπητική τους: Ὄμορφη σὰν τὴ γυναῖκα τοῦ καπετάν Παλούμπα. Ἦταν φημισμένος σὲ ὅλα τὰ Δωδεκάνησα αὐτὸς καὶ τὸ ἔχει του.

— Τήρα καλά, κακομοίρη· τὴν καπετάνισσα καὶ τὰ μάτια σου! μοῦ εἶπε, ὅταν τὴν ἔφερε στὴ γολέτα νύφη, Δὲν ξέρεις, καλὸ παιδί, πόσο τὴν ἀγαπῶ!… Τρέμω νὰ τὴν ἀφήσω μοναχὴ καὶ νὰ φύγω.

Ἔ, καλά! καὶ ποιὸς δὲν τὸ ἤξερε; Ἀπάνω στὰ ἑξήντα χρόνια του ὁ καπετὰν Παλούμπας ἀποφάσισε νὰ παντρευτῇ. Τὸ ἀποφάσισε ὄχι· ψέματα εἶπα. Ἡ τύχη τὸ ἔφερε. Ἐκεῖ ποῦ γύριζε σὲ κάποιο νησί, εἶδε ἄξαφνα τὴ Λενιὼ νὰ κολυμπᾷ κι’ ἀνατρίχιασε σύψυχος. Μιὰ πάνα σηκώθηκε ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ εἶδε τὴ ζωὴ ἀλλιῶς κι’ ἀλλιώτικα. Ἡ ματιὰ τῆς κόρης κτύπησε τὴν πέτρινη καρδιὰ τοῦ ναυτικοῦ καὶ πήδησε