Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/103

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Οἱ σφουγγαράδες101

στηλώθηκαν ἀπάνω του ἀκίνητα. Ἔπειτ’ ἄρχισε νὰ φέρνῃ βόλτες γύρω του, νὰ θέλῃ μιὰ νὰ πλησιάσῃ καὶ πάλι νὰ πισωδρομῇ. Ὁ δικός μας σκυφτὸς στὰ νύχια μὲ τὸ σταλίκι στὸν ἄμμο, ἀκολουθοῦσε τὰ κλωθογυρίσματά του, γύριζε σὰν ξόανο στὴ θέση του, ἀπάνω στὸ μελάτι καὶ τὸ κοίταζε κατάματα.

Ἀποπάνω τσιμποῦσαν τὸ σχοινὶ κάθε λίγο.

— Ἔλα! τί κάνεις τόση ὥρα, καιρὸς νὰ βγῇς· ἕτοιμος;

— Περιμένετε; τοὺς τσιμποῦσε κεῖνος.

Ποῦ νὰ βγῇ; Μόλις ἔκανε νὰ τραβήξῃ ἀπάνω, θὰ τὸν ἔκοβε στὰ δυό.

Τέλος σὰν νὰ κουράσθηκε τὸ θηρίο, ἀργὰ πῆγε, πλάγιασε στὸ βράχο κι’ ἄρχισε νὰ ξυέται. Ἔξυνε τὴν κοιλιὰ γιὰ νὰ κοιμήσῃ τὴν πεῖνα του. Ὁ βράχος μὲ τὰ δεντράκια ἔτρεμε συθέμελα, σὰν νὰ τὸν ἔπιασε σύγκρυο.

— Τόρα κακὰ τὰ μπλέξαμε! σκέφτηκε ὁ πατέρας σου. Ἐδῶ θὰ μᾶς πάρῃ ἡ νύχτα.

Ἀλλὰ μὲ τὸ σκοτάδι θὰ κινδύνευε περισσότερο. Πῆρε θάρρος κι’ ἀποφάσισε μὲ κάθε τρόπο νὰ τὸ διώξῃ ἀπὸ κοντά του.

— Τὸ ψάρι κοντά μου· τσιμπάει ἀπάνω. Ἕτοιμοι;

— Ἕτοιμοι.

Τραβᾷ τότε κατεπάνω του μὲ τὸ καμάκι ψηλά, μὲ τήν ξανθοκόκκινη περικεφαλαία του θυσσανοσκέπαστη ἀπὸ τὸ χοχλαστὸ νερὸ τῆς βαλβίδας. Τὸ μολυβοφορτωμένο στῆθός του ἀστράφτει· τὰ γατζούδια τῆς πλατειᾶς ζώνης τρεμολάμπουν ἀπάνω στὸ σκοτεινό του λάστιχο. Τὸ θηρίο σάστισε· μωρὲ