ἄδικα, χαμήλωσε γοργὰ κ’ ἔδοσε μὲ τὸ λάζο του μπηχτὴ στὰ τυφλά. Στὰ τυφλὰ μὰ δὲν ἔσφαλε. Ἕνα πορτοκάλι κατακόκκινο φάνηκε στὸ ξανθοπράσινο νερό. Ὁ βουτηχτὴς ἔσφιξε τὸ πλευρό του, ἔκλεισε τὴ βαλβῖδα κι’ ὁ ἀέρας τὸν σήκωσε μπαλόνι ἀπάνω.
— Ἄ! συχτίρ! εἶπε ὁ πατέρας σου· ἔλα τόρα νὰ μοῦ πάρῃς τὸ μελάτι.
Ἔσκυψε σύνταχα κι’ ἄρχισε νὰ ξερριζώνῃ τὸ σφουγγάρι. Δὲν ἦταν καὶ μικρὸ πρᾶμα… Ὅλο τὸ γάλα του νὰ ἔστιβες, νὰ ἔβγαζες ὅλη του τὴν πέτσα, πάλι θὰ ζύγιζε τὶς δυὸ ὀκάδες. Δὲν πρόφτασε ὅμως νὰ τὸ ξερριζώσῃ καὶ σηκώθηκε ὀρθός, σὰν νὰ τὸν κέντησε δράκαινα. Ἀπόμακρα ἐρχόταν ὄγκος θεότρομος, μαῦρος καὶ γυαλιστερός. Τὸ σκυλόψαρο μυρίστηκε τὸ αἷμα. Σὰν πλώρη καραβιοῦ ἀναποδογυρισμένη σφίνωνε ἡ σαγῶνά του κι’ ἀποκάτω ἔχασκε κατακόκκινος ὁ φάρυγγάς του καὶ τὰ τριγωνικὰ δόντια του ἄσπριζαν φοβερά. Στὰ πλάγια τοῦ λαιμοῦ πέντε γραμμὲς μεγάλες, κατάμαυρες, χόχλαζαν τὸ νερὸ σὰν σιφοῦνι ἀδιάκοπα. Καὶ πίσω τὸ κορμί, μελαψό, μὲ τὰ φτερούγια του ἀνοιχτὰ πέρα-δῶθε, μὲ τὴν οὐρὰ γοργογύριστη σὰν ἕλικας βαποριοῦ, ἔφευγε μπρὸς κι’ ἀφροκοποῦσαν τὰ νερὰ δαρτὰ καὶ σκοτωμένα στὸ διάβα του. Τὰ ψάρια ἔτρεχαν κοπάδι, μὲ τρελλὰ πηδήματα, γιατὶ ἔνιωθαν τὸν κίνδυνο. Ὅσοι ὅμως τύχαιναν κοντά του πήγαιναν ἴσα στὸ ἀχόρταγο στομάχι του.
Ὅταν τὸ κῆτος εἶδε τὸν πατέρα σου, ἡ παράξενη φορεσιά του φαίνεται πῶς τὸ τρόμαξε· στάθηκε δίβουλο. Ποιὸς ξέρει γιατὶ τὸν πῆρε; Τὰ μάτια του