Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/101

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Οἱ σφουγγαράδες99

Ἀπαντήθηκαν ἔλεγε, δυὸ καπετᾶνοι στὸ πέλαγο καὶ ρώτησε ἕνας τὸν ἄλλο ποῦθε ἐρχόνταν.—Ἀπὸ τὸ Ὑδρ’ ἀπὸ τὸ Σπέτσα, ἀπ’ τὸ χοντρὸ τὸ θάλασσα, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἕνας.—Καὶ τί χαμπάρια;—Τί χαμπάρια; καλά. Ἀπάν’ ἀπὸ τὸν Ἁγιολιᾶ ἔπεσε μιὰ φυλλάδα· καὶ τὸ φυλλάδα ἔγραφε: Ὅλος ὁ κόσμος νὰ χαθῇ τὸ Ὕδρα-Σπέτσα γιόκ.—Μαγάρι, Παναγία μου, νὰ μείνουμε σπορῆτες!… Καὶ σύριξε τὸ ρὸ τόσο ἀτελείωτο, ποῦ ἔσκασαν ὅλοι τὰ γέλια καὶ οἱ καπετᾶνοι ἔκοψαν τὴ σοβαρὴ κουβέντα τους. Ἀλλὰ τοῦ Ξακουστὴ ποῦ γύριζε τὴ ρόδα δὲν τοῦ ἄρεσε καθόλου ἡ προσβολὴ καὶ ρίχθηκε στὴν πρύμη, ἕτοιμος νὰ πηδήσῃ στὸ ᾼἰγινήτικο, νὰ δείξῃ αὐτὸς πῶς ἀναμπαίζουν τοὺς Ὑδραίους. Ὁ ἀναμπαίχτης ἕτοιμος καὶ κεῖνος στάθηκε ὁλόρθος καὶ τὸν περίμενε, νὰ τὸν σφηνώσῃ στὰ δυνατὰ μπράτσα του.

— Ἔ μωρέ! φωνάζει στὴν ὥρα ὁ Πίπιζας· τσιμπάει ὁ βουτηχτής· στὴ θέση σου!

Ἄδραξε τὴ λάμα ὁ Αἰγινήτης καὶ τὸ λάστιχο ἔχυσε ἄνεμο μέσα στὴν περικεφαλαία τοῦ πατέρα σου. Ἀνάσανε βαθειά, πῆρε δύναμη καὶ βαστῶντας ψηλὰ τὸ λάζο, ρίχτηκε νὰ ξετοπίσῃ τὸν ἄλλο. Μὰ ὁ ἄλλος τὸν περίμενε ἄφοβα· τρίχα δὲ σάλευε ἀπὸ τὴ θέση του. Καὶ καθὼς τὸν εἶδε νὰ πλησιάσῃ ἀρκετά, μιὰ ἔδωκε μὲ τὸ κεφάλι του στὴ βαλβῖδα καὶ σφεντόνισε σίφουνα νεροῦ στὸ φεγγίτη ἀπάνω. Ὁ Ραφαλιᾶς τὰ ἔχασε. Τὸ κλωθογύριστο κῦμα κάθησε ἀπάνω του σύννεφο καὶ τὸν ἔκλεισε στὰ σκοτεινά. Οὔτε βουτηχτὴ ἔβλεπε πιὰ οὔτε τίποτα. «Πάει, σκέφθηκε, τόρα θὰ μὲ φάῃ!» Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ χαθῇ