Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/104

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
102Λόγια τῆς πλώρης

τ’ εἶνε τοῦτο! κοντοσυλλογίσθηκε. Ἔκαμε δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ σταθῇ καὶ ν’ ἀντικρύσῃ τὸν ἐχθρό του· μὰ δὲν τὸ κατάφερε. Μιὰ ἔδωσε μὲ τὴν οὐρά του ἀφροκοπῶντας τὰ νερὰ καὶ χάθηκε πίσω τους. Ὁ δικός μας ἔμεινε στὴ θέση ὥς ποῦ καθάρισαν τὰ νερά. Τότε ψαχούλεψε τὸ βράχο· εἶδε πέρα-δῶθε νὰ μὴ λούφαζε πουθενὰ τὸ ψάρι. Τίποτα. Τ’ ἀπονέρια του ἔδειχναν ἀκόμη τὸ διάβα του.

— Πάει στὸν ἄνεμο τὸ κουτόπραμα· συλλογίσθηκε γελῶντας μὲ τὸ φόβο του.

Ἄδραξε εὐθὺς τὸ μελάτι, μιὰ στὸ σχοινὶ κ’ ἔφτασε ἀπάνω. Βρόντοι, φωνές, σφυρίγματα, πέτρες καὶ ξύλα πλαταγιστὰ στὴ θάλασσα δέχθηκαν τὸ βουτηχτή, σὰν νὰ τὸν χαιρετοῦσαν γιὰ τὸ σφουγγάρι ποῦ ἔφερνε. Δὲν ἦταν γιὰ τὸ σφουγγάρι. Ἤθελαν νὰ τρομάξουν τὸν καρχαρία, γιὰ νὰ φτάσῃ στὸ καΐκι ἄβλαβος ὁ πατέρας σου. Τέλος τὸν ἅρπαξαν τὰ παιδιά, τοῦ βγάλανε τὴν περικεφαλαία, τὸν ξάπλωσαν στὸ κατάστρωμα κι’ ἄρχισαν νὰ τοῦ γδύνουν τὸ λάστιχο. Νόημα τότε ὁ Πίπιζας καὶ τὸ καΐκι ἔβαλε πλώρη γιὰ τὸ Ἀσπρονῆσι.

— Μὴ φεύγεις, καπετάνιε· εἶπε ὁ Ραφαλιᾶς· ἔχει κάτω πολὺ σφουγγάρι.

— Δὲν πειράζει· μᾶς φτάνει γιὰ σήμερα· ἀπάντησε κοιτάζοντας ἀλλοῦ ἐκεῖνος.

Ὑποψιάστηκε ὁ δικός μας καὶ σήκωσε τὸ κεφάλι. Βλέπει μία μὲ τὴν ἄλλη τὶς μηχανὲς νὰ τραβοῦν ὅλες κατὰ τὴ στεριά.

— Μὴν ἔπαθε κανένας; ρωτάει τὸ μαρκουτσέρη.

— Ναί· κάποιος ἔπαθε.