Σελίδα:Η σάλα της αναμονής του γιατρού Χάκη, Βαλταδώρος, Αλεξανδρινή Τέχνη, τ. 8 Χρονιά Α' (Ιούλιος 1927).pdf/2

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

λυτὸ μολύβι ἀπάνω στὰ ἔπιπλα, ποὖσαν σκορπισμένα ἀραιὰ ἀραιὰ μὲ μιὰ ἀταξία. Στὴν ἴδια ὥρα ὅπως πάντα ἡ πόρτα ἄνοιξε ξαφνικά. Κι’ ἕνας νέος χλωμὸς φάνηκε. Ἔριξε μιὰ ματιὰ τριγύρω του. Δὲν μπῆκε μέσα σὰν νὰ μὴ θέλησε νὰ ταράξει τὴν παράξενη αὐτὴ τοποθέτηση τῶν προσώπων ποὖσαν ἐκεῖ μαζεμένα, ἀκίνητα, σὰν νὰ τἆχε βάλει κάποιος μὲ τὸ χέρι του νὰ στέκουν ἔτσι. Ἡ σάλα τῆς ἀναμονῆς τοῦ γιατροῦ Χάκη, μακρουλή, ἀτέλειωτη, σὰν ἕνα κορριντόρ, ποὺ ξετυλίγεται διαρκῶς στὰ μάτια μας στενὴ τόσο ποῦ οἱ χαμηλοὶ τοῖχοι ἐφαίνοντο ν’ ἀνταμώνονται στὴν περίεργη προοπτική της σ’ ἕνα τρίγωνο ἀκανόνιστο. Τοὔκανε μιὰ δυνατὴ ἀλλόκοτη ἐντύπωση, ποὺ σταμάτησε χωρὶς νὰ τὸ θέλει. Μιὰ ἀκατανίκητη δύναμη τὸν ἔσπρωχνε νὰ βγεῖ ὄξω ὰπὸ τὸν τόπον αὐτό! Ὁ κ. Λιαπῆς δὲν κατάλαβε πότε ἔφυγε κι’ ἀκόμα κι’ ἂν ἡ πόρτα αὐτὴ τῆς σάλας τῆς ἀναμονῆς ταπετσαρισμένη μ’ ἕνα χοντρὸ πανὶ πορτοκαλὶ τεντωμένο ἀπὸ τὶς τέσσερες ἄκρες μὲ κουμπιὰ μαῦρα μπηγμένα βαθειὰ στὸ σανίδι σὲ τρόπο ποῦ φαίνονταν τελεῖες μικρές, ἔκανε πίσω του κλειῶντας τὸν μεγαλύτερο κρότο! Βυθισμένος στὴν πολυθρόνα του τὰ χέρια τῆς ὁποίας κρατοῦσε σφιχτὰ σὰν νἄγγιζε κάτι ἀγαπημένο, κάτι ποὖχε χυθεῖ ἀπὸ τὸ ἄρρωστο εἶναι του καὶ πάλι μέσα του μεταγγιστὰ κοιτοῦσε μπροστά του μ’ ἕνα βλέμμα ἐταστικὸ σὰν κάτι νἄθελε νὰ ξετάσει καλά· ἦταν τὸ πιὸ ἀγαπημένο μέρος τῆς σάλας αὐτῆς, ποὔμοιαζε μὲ τὴν ἀταξία καὶ τὴν ποικιλία τῶν πραμμάτων της σὰν αὐτὴ ἑνὸς παλιοπωλείου ποὺ ἔχει μαζέψει τὸ κάθε τὶ γιὰ τὸν καθένα κι’ αὐτὴ ἡ μεριὰ εἴταν μονάχα γι’ αὐτόν. Στὴ πολυθρόνα αὐτή, ποὖταν παράμερα στὴ γωνιά, κανένας δὲν πήγαινε νὰ καθίσει. Μιὰ συλλογὴ ἀπὸ τεράστιες κιτρινοπράσινες φλοῦδες φειδιῶν, ποὺ κρέμονταν ἀπὸ πάνω ὡς κάτω τοῦ τοίχου ἦταν σὰν ἕνα παράξενο παραβάν. Μισοσκέπαζε μιὰ ψηλὴ ντελικάτη μαύρη ἐταζέρα μὲ πόδια ἑνὸς φανταστικοῦ ζώου κεντημένη ἀπὸ ἁπλὸ φίνο ἄσπρο κόκαλο ἁπλωμένο ἀπάνω της σὰν μιὰ διάφανη νταντέλλα σὲ σχήματα ὰλλόκοτα. Καὶ ἀπάνω στὰ ράφια τους μιὰ σειρὰ ἀτέλειωτη ἀπὸ διάφορα μικρὰ μεγάλα μικροσκοπικὰ μπουκαλάκια, ὕψωναν τὴ χαριτωμένη φόρμα τους τὄνα κοντὰ στἄλλο, σὰν νάθελαν νὰ δείξουν ὅλη τὴ γκάμα τῶν χρωμάτων ποὺ κλειοῦσαν μέσα τους. Μέσα σ’ αὐτὰ ἔπρεπε κι’ ὅλας ὁ γιατρὸς