Σελίδα:Η σάλα της αναμονής του γιατρού Χάκη, Βαλταδώρος, Αλεξανδρινή Τέχνη, τ. 8 Χρονιά Α' (Ιούλιος 1927).pdf/1

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

Η ΣΑΛΑ ΤΗΣ ΑΝΑΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΓΙΑΤΡΟΥ ΧΑΚΗ

Δὲν εἴταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τοῦ ἄνοιγε τὴν πόρτα τῆς σάλας τῆς ἀναμονῆς. Καὶ κάθε τόσο τοὔλεγε μ’ ἕνα ὕφος ποῦ πρόδιδε τὴν ταραχή του.

-Νὰ μοῦ συμπαθᾶτε πολύ· ξαίρετε δὲν ἔχουμε ἀκόμα ἑτοιμαστεῖ!

Μὰ ὁ κύριος Λιαπῆς παλιὸς πελάτης τους εἶχε λησμονήσει κι ὅλας καθὼς ἔμπαινε τὶ ἤθελε νὰ πεῖ ἡ γριὰ ὑπηρέτρια τοῦ γιατροῦ Χάκη. Τοῦχε συνηθίσει νὰ τ’ ἀκούει κάθε τόσο, καὶ τοῦ φαινόνταν σὰν κάτι ποὺ τοῦ εἴταν ἀπαραίτητο, μιὰ μικρὴ λεπτομέρεια ποὺ δὲν ἔπρεπε νὰ λείψει. Δὲν εἶχε καλὰ-καλὰ καθίσει στὴ θέση ποὔταν δικιά του, μιὰ πράσινη πλατειὰ πολυθρόνα μὲ τὸ ξεθωριασμένο της ντύμα - καὶ θυμήθηκε ἄξαφνα τὸ ἀξιολύπητο ἐκεῖνο πλᾶσμα. Χαμογελοῦσε μόνος του. Πῶς τοῦρθε ἡ ἰδέα αὐτή! Μὰ ἡ εἰκόνα τῆς γριᾶς ὑπηρέτριας περνοῦσε ἐπίμονα ἀπὸ τὸ νοῦ του: Ἕνας σωρὸς τυλιγμένος ἀπὸ μαῦρα ροῦχα παληὰ κυλοῦσε στὸ κορριντόρ. Καὶ ἀπ’ αὐτὸ τὸ σχῆμα χωρὶς φόρμα ἔβγαινε ἕνα μεγάλο ἀδύνατο κοκαλιασμένο χέρι στὴν ἴδια πάντα κίνηση: Ν’ ἀνοίγει τὴν πόρτα τῆς σάλας τῆς ἀναμονῆς τοῦ γιατροῦ Χάκη. Εἶχε βαλθεῖ κι αὐτὴ ἐκεῖ μέσα σὰν ἕνα ἐλατήριο πολυμεταχειρισμένο ποὺ μὅλον τὸν καιρό του δὲν εἶχε χάσει τὸ μηχανισμό. Δὲν πρόφθασε νὰ τραβήξει τὴ σκέψη του ἀπ’ τὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ τὸ ἆσθμα τῆς γυναίκας αὐτῆς ἀκούονταν τώρα ἀπὸ τὴν ἄλλη κάμαρα κομματιαστό, ἐπίμοχτο, σὰν κάτι νὰ τραβoῦσαν ἄνθρωποι μανιασμένοι ἀπὸ ἕνα βάθος ἀμέτρητο. Ἔκανε θόρυβο σὰν νἄσχιζαν μὲ προσοχὴ ἕνα μεταξωτὸ πανί. Οἱ πελάτες ποῦχαν γεμίσει τὴ σάλα τὴν στιγμὴν ἐκείνη κυτάχθηκαν ἀναμεταξύ τους μἕνα ὕφος γεμάτο οἶχτο ἀνακατωμένο μὲ ἀπορία. Ὁ ἕνας εἶπε: Πῶς μπορεῖ μαθὲς στὸ ἴδιο σπίτι τοῦ γιατροῦ νὰ ὑπάρχουν ἄρρωστοι; Ὁ ἄλλος: Καὶ τίνος γιατροῦ! Κι’ ὁ τρίτος: Ἀρρώστιες κι’ ἀρρώστιες. Σὲ λίγο δὲν ἀκούονταν τίποτα. Ὁ κάθε ἄρρωστος λησμόνησε γρήγορα τὰ ξένα πάθια γιὰ νὰ γυρίσει πάλι στὰ δικά του. Μιὰ σιωπὴ ἔπεφε βαρειά, σαν ἀνα-