Σελίδα:Η βιογραφία του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη.djvu/69

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
67
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ

τάτης ταύτης καταδιώξεως οἱ Ἕλληνες, ἐπέμειναν δὲ ἕως μίαν ὥραν τῆς νυκτός, καὶ τότε ἐπέστρεψαν. Ἄλλος ὅμως ἐχθρὸς σκληρότερος ἐπέπεσεν εἰς τοὺς Τούρκους τοὺς διαφυγόντας τὴν Ἑλληνικὴν μάχαιραν. Ἀδυνατισμένοι ἀπὸ τὴν κακοπάθειαν καὶ ἀποκαμωμένοι ἀπὸ τὴν βίαν τῆς φυγῆς καὶ τὸν δρόμον, μόλις ἐκάθοντο διὰ ν’ ἀναπαυθῶσι, καὶ ἀμέσως ἐπάγωναν καὶ δὲν ἦσαν πλέον ἱκανοὶ νὰ σηκωθῶσι καὶ νὰ κινηθῶσιν, ἀλλ’ ἀπέθνησκον εἰς τὴν ὁποίαν ἤθελον εὑρεθῆ στάσιν.

Ὁ Καραϊσκάκης, μὴ ἀκούων κρότον πυροβόλων εἰς τὴν καταδίωξιν καὶ ἐπειδὴ οἱ φυλάττοντες τὸν πρὸς τὸ μοναστήριον δρόμον εἶχον πρὸ ὀλίγου ἀναχωρήσει ἀπὸ τὰς θέσεις των διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς ψύχρας, ἐνόμισεν ὅτι οἱ Τοῦρκοι διέφυγον ἀβλαβεῖς. Ἐπαρακινοῦσε μ’ ὅλον τοῦτο τοὺς Ἕλληνας καὶ τοὺς ἀπέστελλεν εἰς τὴν καταδίωξιν· ἦτον ὅμως εἰς μεγίστην ἀθυμίαν καὶ λύπην. Τόσον δὲ παράδοξος τοῦ ἐφάνη ἡ καταστροφὴ τῶν ἐχθρῶν, ὅταν ἐπιστρέφοντες τινὲς μὲ λάφυρα τὴν ἀνήγγειλον, ὥστε ἐπῆγε καὶ ὁ ἴδιος ἀρκετὸν διάστημα διὰ νὰ ἴδῃ μὲ τὰ ἴδιά του ὄμματα ἂν τῷ ὄντι ἦτον τοιαύτη, ὁποίαν τὴν ἐπερίγραφον. Οἱ φονευθέντες ἐκείνην τὴν ἑσπέραν ἐχθροὶ ἦσαν ἕως ἑξακόσιοι, ἐπιάσθησαν δὲ καὶ πολλοὶ ζῶντες, ἀλλὰ μόλις ἕως πενῆντα ἠμπόρεσε νὰ διασώσῃ ὁ Καραϊσκάκης· οἱ λοιποὶ ὄντες βλαμμένοι εἰς τοὺς πόδας ἀπὸ τὸ ὑπερβολικὸν κρύος ἀπέθανον μετ’ ὀλίγον· ἐχάθησαν δὲ καὶ οἱ δύο ἀρχηγοὶ τοῦ στρατοπέδου τῶν ἐχθρῶν, καὶ τὰς κεφαλάς των ἔφερον αἱ στρατιῶται εἰς τὸν Καραϊσκάκη εἰς πίστωσιν. Ὁ Καραϊσκάκης ἐλπίζων πάντοτε ὥς ἐνδεχομένην τὴν συμβᾶσαν καταστροφὴν τῶν ἐχθρῶν, εἶχεν ὑποσχεθῆ σημαντικὰς ἀμοιβὰς εἰς τὸν ὅστις ἤθελε δυνηθῆ νὰ συλλάβῃ ζῶντα κἀνένα ἀπὸ τοὺς δύο τούτους ἀρχηγούς, ἀλλὰ δὲν ἐπέτυχεν· ἐπειδὴ ὁ μὲν Κεχαγιάμπεης μὴ δυνάμενος νὰ κάμῃ γνωστὸν τὸν ἑαυτόν του εἰς τοὺς Ἕλληνας διὰ τὴν ἄγνοιαν τῆς γλώσσης των, ἐφονεύθη ὀλίγον μακρὰν ἀπὸ τὸ ὀχύρωμα τῶν Τούρκων. Ὁ δὲ Μουσταφάμπεης εἶχεν ἀποκεφαλισθῇ εἰς τὸν καιρὸν τῆς ἐξόδου ἀπὸ τὸν ἴδιον ἀδελφόν του, διὰ νὰ μὴν συλληφθῇ ζῶν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας, μὴ ὢν εἰς κατάστασιν νὰ φύγῃ ὁμοῦ μὲ τοὺς λοιπούς· τὴν δὲ κεφαλήν του παρέδωκεν εἴς τινας τῶν οἰκείων του διὰ νὰ τὴν λάβωσι μαζή των καὶ νὰ μὴ γενῇ γνωστὸς εἰς τοὺς Ἕλληνας· ἀλλ’ αὐτοὶ μὴ δυνάμενοι, φαίνεται, νὰ τὴν διασώσωσι, τὴν ἔρριψαν καθ’ ὁδόν, ὅπου τὴν εὗρον οἱ στρατιῶται οἱ ὁποῖοι τὴν μετεκόμισαν εἰς τὸν Καραϊσκάκην.

Ἀπ’ ὅλον τὸ ἐχθρικὸν σῶμα, τὸ ὁποῖον ὑπερέβαινε τοὺς χιλίους ὀκτακοσίους, μόλις διεσώθησαν ἕως τριακόσιοι καὶ ἐκ τούτων ὄχι ὅλοι ὑγιεῖς. Ἐκυρίευσαν δὲ οἱ Ἕλληνες εἴκοσι τρεῖς σημαίας, ὅλας τὰς ἀποσκευὰς καὶ ὅλα τὰ ζῷα τῶν ἐχθρῶν. Μ’ ὅλον ὅτι τρεῖς ἡμέρας κατὰ συνέχειαν οἱ Ἕλληνες διὰ τὴν