ὥστε ἐκίνησαν προθύμως κατόπι του καὶ ἤθελον ἴσως πλησιάσει ὅλοι εἰς τὸ ἐχθρικὸν στρατόπεδον, ἐὰν εἷς ἀπὸ τοὺς σημαντικοὺς Σουλιώτας ἀρχηγοὺς δὲν ἤθελεν ὀπισθοδρομήσει, λέγων· «Δὲν πηγαίνω νὰ θυσιάσω ὅσους στρατιώτας διέσωσα ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι». Τὸ παράδειγμα τούτου ἔγεινεν αἰτία νὰ μὴν ἀκολουθήσωσι καὶ οἱ λοιποί, ἄλλοι μὴν ἐννοοῦντες τὸ πρᾶγμα, οἱ περισσότεροι ὅμως χωρὶς νὰ ἠξεύρωσι τίποτε, ἀλλ’ ὑποθέτοντες ὅτι ἔγεινε κατὰ διαταγὴν τοῦ ἀρχηγοῦ.
Ὁ Καραϊσκάκης ἐπροχωροῦσε πρὸς τοὺς ἐχθρούς, χωρὶς νὰ ἠξεύρῃ ὅτι δὲν ἀκολουθοῦν οἱ λοιποί. Τελευταῖον ὅταν ἐπλησίαζον ἀρκετὰ εἰς τὸ ἐχθρικὸν στρατόπεδον, ὥστε διέκρινον τοὺς περὶ τὰς φωτίας στρατιώτας, τοῦ ἀναγγέλλουν οἱ περὶ αὐτὸν ὅτι οἱ λοιποὶ δὲν ἔρχονται καὶ ὅτι εἶναι κίνδυνος μόνοι των, ἐνῷ εἶναι τόσον ὀλίγοι, νὰ παρουσιασθῶσι πλησίον εἰς τὸν ἐχθρόν· αὐτὸς μ’ ὅλον τοῦτο ἐπέμενεν εἰς τὸ νὰ προχωρῇ καὶ μόλις ἐπείσθη ἀπὸ τὰς παρακινήσεις τῶν φίλων του νὰ σταθῇ ὀλίγον μακρὰν ἀπὸ τὰς προφυλακὰς τοῦ ἐχθροῦ, ἐπὶ λόγῳ τοῦ νὰ συσσωματωθῶσιν ὅλοι ὁμοῦ πρὶν ἐννοηθῶσιν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Σταθεὶς δὲ ὀλίγον καὶ ἰδὼν ὅτι δὲν ἀκολουθοῦσαν ἄλλοι, ἔβαλεν εἰς γραμμὴν τοὺς συνακολουθήσαντας, ὄντας ἕως ἑκατὸν πεντήκοντα, καὶ διέταξε νὰ πυροβολήσωσι πρὸς τὸ ἐχθρικὸν στρατόπεδον. Ὁ σκοπὸς τοῦ τουφεκισμοῦ δὲν ἦτον πλέον διὰ βλάβην τοῦ ἐχθροῦ, ἀλλὰ διὰ νὰ τοὺς εἰδοποιήσῃ μόνον περὶ τῆς πλησιάσεως καὶ νὰ μὴν τὸν ἀφήσῃ νὰ κινηθῇ πρὸς τὸ μέρος, ὅθεν ἔμελλε νὰ εἰσέλθῃ ὁ Κριζιώτης εἰς τὸ φρούριον (ἐὰν ἤθελε γένει γνωστὸν τὸ ἐπιχείρημα). Συγχρόνως μὲ τοὺς προχωρήσαντας ἐπυροβόλησαν καὶ οἱ μείναντες εἰς τὸ Ζευγολατεῖον ταχθέντες εἰς γραμμάς, καὶ ἀφ’ οὗ ἐτριπλασίασαν ἀμφότερα τὰ μέρη τὸν πυροβολισμόν των, οἱ προχωρήσαντες ἐπέστρεψαν ὅπου καὶ οἱ λοιποί, καὶ ἑνωθέντες ὅλοι ὁμοῦ ἐπανῆλθον τὴν αὐτὴν νύκτα εἰς τὸ στρατόπεδον.
Ἦτον σύνθημα τῆς εἰς τὸ φρούριον εἰσόδου τοῦ Κριζιώτου τὸ νὰ ριφθῶσιν ἐννέα κανόνια. Ὁ Καραϊσκάκης βλέπων ὅτι ἐπροχώρει ἡ νύκτα, ἦτον εἰς μεγάλην ἀγωνίαν περὶ τοῦ ἐπιχειρήματος· διότι δὲν ἠκούετο σύνθημα· ἀλλὰ τελευταῖον περὶ τὴν δεκάτην ὥραν τῆς νυκτὸς ἠκούσθη ὁ κρότος τῶν κανονίων τῆς Ἀκροπόλεως, καὶ ὁ Καραϊσκάκης, ὅλος χαρά, δὲν εἶχε πλέον ὄρεξιν ὕπνου, ἄν καὶ ἀγρύπνησε καὶ ἐκακοπάθησεν ἱκανῶς ὅλην ἐκείνην τὴν νύκτα. Τὸ αἴτιον τοῦ νὰ μὴ προφθάσῃ ὁ Κριζιώτης εἰς τὸ φρούριον κατὰ τὴν διωρισμένην ὥραν ὑπῆρξεν ἡ ἐναντιότης τῶν ἀνέμων· κἀνὲν ἄλλο ἐναντίον συνάντημα δὲν συνέβη εἰς αὐτόν. Ἀποβὰς περὶ τὸ μεσονύκτιον εἰς τὸ μεταξὺ τοῦ Πειραιῶς καὶ Μουνυχίας παράλιον καὶ ἀναπαυθεὶς ὀλίγον, ἐκίνησε πρὸς τὸ φρούριον ἐνθαρρύνων καὶ παρακινῶν τοὺς στρατιώτας· διαβὰς δὲ ἐν τῷ μέσῳ