μασθῇ εἰς Ἀμπελάκι, νὰ παραλάβῃ ἐκεῖθεν καὶ τὸ σῶμα τῶν Ἑπτανησίων καὶ διὰ τῶν πλοίων νὰ μεταβῇ εἰς τὰ παράλια τῆς Ἀττικῆς. Τὴν ἑνδεκάτην λοιπὸν περὶ τὸ γεῦμα εἰδοποιήσας ὁ Καραϊσκάκης καὶ τοὺς εἰς Μέγαρα εὑρισκομένους, ἐκίνησε μ’ ὅλον τὸ στράτευμα πρὸς τὰς Ἀθήνας διὰ τοῦ Μενιδίου· ἦσαν δὲ ὅλοι ὁμοῦ ὑπὲρ τὰς τρεῖς χιλιάδας.
Ἅμα εἶδον οἱ ἐν Μενιδίῳ Τοῦρκοι τοὺς Ἕλληνας, εἰδοποίησαν ὅλους τοὺς κατοίκους, ὄντας ἐξαπλωμένους καὶ ἐργαζομένους εἰς τὴν προκειμένην πεδιάδα, νὰ συνέλθωσιν εἰς τὸ χωρίον διὰ νὰ προφυλαχθῶσιν· ἡ ἀπὸ ἱππεῖς ὅμως συγκειμένη ἐμπρόσθοφυλακὴ τῶν Ἑλλήνων προλαβοῦσα αἰχμαλώτισεν ἕνα Ὀθωμανὸν καὶ δύο ἐκ τῶν κατοίκων· ἀκροβολίσθη δὲ ὀλίγον καὶ μὲ τοὺς ἐχθροὺς ἔμπροσθεν τοῦ χωρίου. Διαβάντες ἐκεῖθεν οἱ Ἕλληνες ἔφθασαν περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου εἰς Ζευγολατεῖον, χωρίον μικρὸν ἔρημον, μίαν ὥραν σχεδὸν ἀπέχον τοῦ ἐχθρικοῦ στρατοπέδου. Ἅμα ἐνύκτωσεν ὁπωσοῦν καὶ συνῆλθον ὅλοι οἱ στρατιῶται, διώρισεν ὁ Καραϊσκάκης ν’ ἀνάψωσι φωτίας ὅσας πλειοτέρας δυνηθῶσι, διὰ νὰ φανερώσωσι τὸν ἐρχομόν των εἰς τοὺς ἐχθροὺς καὶ νὰ τοὺς παρουσιάσωσι τὴν δύναμίν των μεγαλειτέραν ἀπ’ ὅ,τι πραγματικῶς ἦτον. Οἱ ἐχθροὶ ὅμως εἶχον ἤδη πληροφορηθῆ περὶ τούτων ἀπὸ δύω ἱππεῖς προαποσταλέντας ἐπίτηδες ἀπὸ τοὺς εἰς Μενίδι εὑρισκομένους Τούρκους.
Τὴν πέμπτην ὥραν τῆς νυκτὸς ἦτον συμφωνημένον νὰ πλησιάσῃ ὁ Κριεζώτης εἰς τὸ φρούριον, καὶ τὴν ὥραν ταύτην ἔπρεπε καὶ τὰ ἔξω στρατεύματα νὰ προσβάλωσιν εἰς τὸ στρατόπεδον τοῦ Κιουταχῆ. Ὁ Καραϊσκάκης λοιπὸν συγκαλέσας ὅλους τοὺς ἀξιωματικοὺς τοῦ στρατεύματος ἐπρόβαλε νὰ γένῃ ἔφοδος γενικὴ εἰς τὸ ἐχθρικὸν στρατόπεδον. Ἀλλ’ ἐπειδὴ πολλοὶ ἐναντιώθησαν, λέγοντες ὅτι δὲν ἦτον φρονήσεως ἔργον νὰ ἐπιπέσωσιν εἰς ὠχυρωμένον στρατόπεδον, ἀντεπρόβαλε νὰ ἐκλεχθῶσιν οἱ ἀνδρειότεροι καὶ τολμηρότεροι, διὰ νὰ πλησιάσωσι κἂν εἰς τὸ στρατόπεδον τοῦ ἐχθροῦ, νὰ τουφεκίσωσιν ἀπὸ πλησίον καὶ νὰ κάμωσι κἄποιον ἀντιπερισπασμόν, οἱ δὲ λοιποὶ νὰ σταθῶσιν ὀπίσω διὰ νὰ ὑποστηρίξωσι τοὺς πρώτους, ἂν συμβῇ νὰ κινδυνεύσωσιν. Ἐπειδὴ ὅμως οὐδὲ τοῦτο τὸ σχέδιον δὲν ἔγεινεν ἀπ’ ὅλους δεκτόν, καὶ ἀπὸ φιλονεικίαν εἰς φιλονεικίαν μεταβαίνοντες δὲν κατώρθωνον τίποτε, ὁ Καραϊσκάκης ὑποπτεύσας ὅτι ἐγένετο ὀργανισμὸς διὰ νὰ ματαιωθῇ ὁλοτελῶς τοῦτο τὸ κίνημα καὶ ὢν ἀνήσυχος διὰ τὸν κίνδυνον τῶν περὶ Κριζιώτην καὶ ἑπομένως τοῦ φρουρίου, εἶπε πρὸς τοὺς παρεστῶτας ἀποφασιστικά· «Ἡ ὥρα ἦλθε καὶ ὅποιος ἀγαπᾷ τὴν πατρίδα ἂς ἔλθῃ κατόπι διὰ νὰ σώσωμεν τὸ φρούριον». Ἐκίνησε δὲ ἀμέσως πρῶτος πρὸς τὸ ἐχθρικὸν στρατόπεδον, καὶ τὸ παράδειγμά του ἐνέπνευσε θάρρος εἰς ὅλους,