ρήματος. Ὁ Μαμούρης ἀφ’ ἑνὸς μέρους διὰ τὴν βραδύτητα τῶν λοιπῶν στρατιωτῶν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ βλέπων ὅτι τὸ φῶς τῆς Σελήνης, ἡ ὁποῖα εἶχεν ἤδη προχωρήσει εἰς τὸν ὁρίζοντα, ἤθελεν εἶναι ἐπιβλαβὲς δι’ αὐτοὺς, διότι ἔμελλον νὰ διαβῶσι μεταξὺ τῶν ἐχθρικῶν χαρακωμάτων, συσκεφθεὶς καὶ μὲ τοὺς λοιποὺς στρατιώτας, ἀπεφάσισε μὲ κοινὴν γνώμην νὰ μὴν ἐπιχειρήσωσιν ἐκείνην τὴν νύκτα διὰ νὰ ἔμβωσιν εἰς τὸ φρούριον, ἀλλὰ κρυφθέντες εἰς κανὲν μέρος νὰ ἐπιχειρήσωσι τοῦτο τὴν ἐρχομένην νύκτα. Μετέβησαν λοιπὸν εἰς Καρέαν, εἰς τὸ μοναστήριον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, ὅπου παρέμειναν τὸ λοιπὸν τῆς νυκτὸς διάστημα καὶ τὴν ἀκόλουθον ἡμέραν· ἀλλ’ ἐπειδὴ παρετήρησαν νέους προμαχῶνας εἰς τὸ μέρος, ὅπου ἔμελλον νὰ εἰσέλθωσι, καὶ ἐπειδὴ ὑπώπτευσαν ὅτι ἐγνώσθησαν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, διότι τινὲς ἐξ αὐτῶν κατὰ τύχην περιπατοῦντες εἶχον πλησιάσει ἀρκετὰ εἰς τὸ μοναστήριον, ἀκούσαντες καὶ τὴν νύκτα μέγαν πυροβολισμὸν τῶν ἐχθρῶν, δὲν ἔκριναν συμφέρον νὰ δοκιμάσωσι τὴν εἴσοδον, φοβούμενοι τὰ ἐπακόλουθα τῆς ἀποτυχίας δεινά. Ὅθεν ἐπέστρεψαν τὴν νύκτα εἰς τὸ μέρος ὅπου εἶχον ἀποβῆ καὶ ἐμβάντες εἰς τὰ πλοῖα ὁμοῦ μὲ τοὺς ὀπισθοδρομήσαντας πρότερον ἐπέστρεψαν εἰς Σαλαμῖνα.
Διὰ τὴν ἀποτυχίαν ταύτην ἐλυπήθη μεγάλως ὁ Καραϊσκάκης, βλέπων δὲ ὅσην δυσκολοτέραν, τόσον ἀναγκαιοτέραν τὴν εἰς τὸ φρούριον εἴσοδον νέας δυνάμεως, ἐπρόβαλεν εἰς τοὺς λοιποὺς ἐν Ἐλευσῖνι στρατηγοὺς νὰ μισθώσωσιν ἑκατὸν εἴκοσι στρατιώτας, νὰ τοὺς ἑνώσωσι μὲ τὸ Ἑπτανήσιον σῶμα, τὸ ὁποῖον δὲν εἶχεν ἀπελπισθῆ τοῦ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ φρούριον μ’ ὅλην τὴν ἀποτυχίαν, καὶ νὰ τοὺς ἀποστείλωσιν εἰς τὸ φρούριον μὲ τὰς ἀναγκαίας προφυλάξεις. Ἐγένετο δεκτὸν τὸ πρόβλημά του· καὶ ἀφ’ οὗ ἔγεινεν ἡ ἀναγκαῖα ἑτοιμασία, ἐπεφορτίσθη ὁ Κριζιώτης νὰ τοὺς ὁδηγήσῃ ἕως εἰς τὸν τόπον τῆς ἀποβάσεως. Ἐμβάντες λοιπὸν εἰς τὰ πλοῖα τὴν εἰκοστὴν ἑβδόμην τοῦ Σεπτεμβρίου, ἀπέβησαν πλησίον τῶν Τριῶν Πύργων καὶ μετὰ δύω σχεδὸν ὡρῶν συνεχῆ ὁδοιπορίαν ἔφθασαν πλησίον εἰς τὴν Ἀκρόπολιν. Ἀλλ’ ἐπειδὴ συναπαντήθησαν κατὰ τύχην ἀπὸ ἓν σῶμα ἱππικοῦ τῶν ἐχθρῶν, νομίσαντες ὅτι ἐπροδόθη τὸ σχέδιόν των ἐτράπησαν εἰς φυγήν. Οἱ ἐχθροί, μ’ ὅλον ὅτι ἤκουσαν τὸν θόρυβον τῶν φευγόντων, δὲν ἐκινήθησαν ἀμέσως εἰς καταδίωξιν εἴτε διὰ τὸ σκότος τῆς νυκτός, εἴτε διότι ἐνόμισαν ἑαυτοὺς ὀλίγους, καὶ τοῦτο ἔδωκε καιρὸν εἰς τοὺς Ἕλληνας νὰ διασωθῶσι. Φεύγοντες μ’ ὅλον τοῦτο διεκόπησαν εἰς διάφορα κόμματα· μέρος μέν, ἐν οἷς καὶ ὁ ἐπίτροπος τοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ σώματος τῶν Ἑπτανησίων [1], ἔφυγον πρὸς τὰ βουνὰ καὶ ἐκεῖ-
- ↑ Ἁρχηγὸς τοῦ σώματος τῶν Ἑπτανησίων ἦτο ὁ Διονύσιος Εὐμορφόπουλος, πολιορ-