Σελίδα:Η βιογραφία του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη.djvu/44

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
42
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

αἴτησίν των, ἠναγκάσθη καὶ τὴν ἐθεράπευσε πραγματικῶς μὲ δόσιν μέρους τοῦ μισθοῦ των, διότι μ’ ἐλπίδας μόνον καὶ ὑποσχέσεις δὲν ἐδύνατο πλέον νὰ τοὺς ἀναπαύσῃ. Ἀλλὰ μ’ ὅλον ὅτι ἔγεινεν ἡ οἰκονομία αὕτη, πολλοὶ ἔφευγον κρυφίως ἀπὸ τὸ φρούριον. Ὁ Γκούρας βλέπων τοῦτο καὶ ἀκούων πολλοὺς μὴ εὐχαριστουμένους νὰ διαμείνωσιν εἰς τὴν πολιορκίαν, ἐστοχάσθη ὥς ἀπαραιτήτως ἀναγκαῖον ν’ αὐξήσῃ τὴν ἐν τῷ φρουρίῳ δύναμιν, ὥστε καὶ ἄν ποτε μέρος τῆς φρουρᾶς ἤθελεν ἀποφασίσει ν’ ἀναχωρήσῃ, ἡ φυγή του νὰ μὴν γείνῃ ἐπαισθητὴ εἰς τοὺς ὅσοι ἤθελον μείνει. Ἀπέστειλε λοιπὸν τὸν ἐξάδελφόν του Ἰωάννην Μαμούρην εἰς τὸν Καραϊσκάκην διὰ νὰ ζητήσῃ στρατιωτικὴν δύναμιν, τὸν διέταξε δέ, ἂν δὲν δυνηθῇ νὰ κατορθώσῃ διὰ τοῦ Καραϊσκάκη τίποτε, νὰ στρατολογήσῃ αὐτὸς ἀριθμόν τινα στρατιωτῶν καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσῃ ὁ ἴδιος εἰς τὸ φρούριον· τοῦ ἔδωκε δὲ καὶ τ’ ἀναγκαῖα διὰ τὴν στρατολογίαν ταύτην χρήματα.

Ἂν καὶ ἡ ἀποτυχία τῆς εἰς Χαϊδάρι ἐκστρατείας ἠνάγκασε τὴν Κυβέρνησιν νὰ λάβῃ μέτρα διὰ νὰ δυναμώσῃ, περισσότερον τὸ στρατόπεδον τοῦ Καραϊσκάκη, ἡ βραδύτης ὅμως, μὲ τὴν ὁποίαν ἐνεργοῦσε διὰ τὴν ἔλλειψιν τῶν μέσων, ἐβίασε τὸν Καραϊσκάκην νὰ φροντίσῃ περὶ ἐσωτερικῆς ἐνδυναμώσεως τῆς Ἀκροπόλεως Ἀθηνῶν· ἄλλα μὴ ἔχων χρήματα δὲν ἐδυνήθη νὰ πείσῃ κἀνὲν σῶμα διὰ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ φρούριον. Ὅταν λοιπὸν ἦλθεν ὁ Μαμούρης καὶ τοῦ ἐξήγησε τὴν ἀνάγκην τοῦ φρουρίου, ἀπεφάσισε νὰ ἐμψυχώσῃ τὸ σῶμα τῶν Ἑπτανησίων διὰ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ φρούριον, καθὼς ἦτον πρὸ πολλοῦ σχεδιασμένον. Τὸ σῶμα τοῦτο συνίστατο ἀπὸ διακοσίους περίπου στρατιώτας καὶ ἐφοδιασθὲν μὲ τὰ διὰ συνεισφορᾶς συναχθέντα ὑπὲρ αὐτοῦ χρήματα, ἀπεφάσισε νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ φρούριον, ὁδηγούμενον ἀπὸ τὸν Ἰωάννην Μαμούρην, ὅστις εἶχε τὴν ἀνήκουσαν ἐμπειρίαν τῶν ὁδῶν καὶ τῶν ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς ἀφυλάκτων διαβάσεων. Προσετέθησαν εἰς τούτους καὶ πεντήκοντα περίπου στρατιῶται, τοὺς ὁποῖους μισθώσας ἔλαβε μαζύ του ὁ Μαμούρης.

Συνελθόντες λοιπὸν ὅλοι οὗτοι εἰς Ἀμπελάκι τῆς Σαλαμῖνος καὶ γενόμενοι κατὰ πάντα ἕτοιμοι, ἐμβῆκαν εἰς τὰ πλοῖα τὴν δωδεκάτην τοῦ Σεπτεμβρίου καὶ ἀπέβησαν εἰς τὰ παράλια τῆς Ἀττικῆς. Προχωρήσαντες πρὸς τὸ φρούριον ἀπὸ δρόμους μὴ φυλαττομένους ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἐπλησίασαν ἱκανῶς, ἀλλὰ μετὰ ἑπτὰ ὡρῶν συνεχῆ ὁδοιπορίαν ἀποκαμόντες οἱ προπορευόμενοι, ἐστάθησαν ὀλίγον διὰ νὰ περιμείνωσι τοὺς ἀκολουθοῦντας· αὐτοὶ ὅμως δὲν ἐφάνησαν, διότι ταραχθέντες ὡς ἀπὸ πανικόν τινα φόβον εἶχον ἀποκοπῆ ἀπὸ τοὺς προπορευομένους καὶ εἶχον ἐπιστρέψει ὀπίσω εἰς τὰ παράλια, ὅπου ἦσαν τὰ πλοῖα περιμένοντα νὰ ἴδωσι τὴν ἔκβασιν τοῦ ἐπιχει-